Νίκος
Εγγονόπουλος (1907 -1985): Έλληνας ζωγράφος και λογοτέχνης
Α.
Εισαγωγή
è Κοιτάζοντας τους παρακάτω πίνακες και διαβάζοντας το
ποίημα που ακολουθεί, ποια χαρακτηριστικά της τέχνης του Εγγονόπουλου μπορείτε
να επισημάνετε;
Ο ποιητής και η μούσα
|
Ο ποιητής κι ο ήρωας
|
για να διαβάσετε για τη ζωή του, να δείτε πίνακές του, να
διαβάσετε ποιήματά του ή να ακούσετε τον ίδιο τον ποιητή ή/και γνωστούς
καλλιτέχνες να τα απαγγέλλουν:
Η Ύδρα των
πουλιών
Μακρυνές συναυλίες, οπάλινες σπίθες, του πρώτου σπιτιού
μας μέσ’ στη λαύρα του θέρους,
Στης Γης του Πυρός την αέναη θήρα, στους κάμπους, στα δάση, στα ουράνια,
Θ’ ασπασθώ απαλά της εικόνος τα χείλη, θα χαρίσω ελπίδες σ’ αχιβάδες και κάστρα
Που βουβά παραστέκουν σ’ όσ’ αγγίζουν οι Μοίρες, κι όταν δύουν στα πεύκα των ειδώλων φεγγίτες
Αυλακώνουν μ’ αλόγατα ξύλινα χαμοκέδρου θωπείες,
Θεωρίες σεπτές μυστικών δεινοσαύρων, στων νερών τις πλεκτάνες που τα ζώσανε κύκνοι,
Μαύροι κύκνοι, γαλάζιοι, όλο ιδέα, και πόθο που λες πάει να σβύση κι αποτόμως γυρεύει
Ν’ ανεβή πιο ψηλά, να γκρεμίση, να σπάση, παραθύρια ν’ ανοίξη, να φωνάξω, να κλάψη,
Να ρημάξω, ν’ αράξη, να σκιστή, να χαράξω στο χαλκό πιο βαθειά, πιο βαθειά,
Περιστέρια, λιοντάρια, των μαλλιών της τη νύχτα, του στρατιώτου το όπλο, τ’ αρβανίτικο χώμα,
Κι όπου φτάση, αν φτάση, φαντασία μετάλλου, λόγια που είπα η Πυθία σε ανύδρους εκτάσεις,
Τροπικούς και πηγάδια θα διαβή, ως να φέξη η αυγή η πλανεύτρα μ’ άυλων Κούρδων κραιπάλη,
Ν’ αγοράση κιθάρες που μου πνίγουν τα μάτια, ως να σύρω τα πέπλα που κρατά η σελήνη,
Στη μορφή μου να δέση τη μορφή των πουλιών.
Στης Γης του Πυρός την αέναη θήρα, στους κάμπους, στα δάση, στα ουράνια,
Θ’ ασπασθώ απαλά της εικόνος τα χείλη, θα χαρίσω ελπίδες σ’ αχιβάδες και κάστρα
Που βουβά παραστέκουν σ’ όσ’ αγγίζουν οι Μοίρες, κι όταν δύουν στα πεύκα των ειδώλων φεγγίτες
Αυλακώνουν μ’ αλόγατα ξύλινα χαμοκέδρου θωπείες,
Θεωρίες σεπτές μυστικών δεινοσαύρων, στων νερών τις πλεκτάνες που τα ζώσανε κύκνοι,
Μαύροι κύκνοι, γαλάζιοι, όλο ιδέα, και πόθο που λες πάει να σβύση κι αποτόμως γυρεύει
Ν’ ανεβή πιο ψηλά, να γκρεμίση, να σπάση, παραθύρια ν’ ανοίξη, να φωνάξω, να κλάψη,
Να ρημάξω, ν’ αράξη, να σκιστή, να χαράξω στο χαλκό πιο βαθειά, πιο βαθειά,
Περιστέρια, λιοντάρια, των μαλλιών της τη νύχτα, του στρατιώτου το όπλο, τ’ αρβανίτικο χώμα,
Κι όπου φτάση, αν φτάση, φαντασία μετάλλου, λόγια που είπα η Πυθία σε ανύδρους εκτάσεις,
Τροπικούς και πηγάδια θα διαβή, ως να φέξη η αυγή η πλανεύτρα μ’ άυλων Κούρδων κραιπάλη,
Ν’ αγοράση κιθάρες που μου πνίγουν τα μάτια, ως να σύρω τα πέπλα που κρατά η σελήνη,
Στη μορφή μου να δέση τη μορφή των πουλιών.
(για να το ακούσετε σε ανάγνωση του ποιητή: http://www.snhell.gr/lections/content.asp?id=106&author_id=7&page=anthology
Στη συνέχεια διαβάστε
αποσπάσματα από το πιο γνωστό, ίσως, ποίημα του Εγγονόπουλου, Μπολιβάρ
(1944) αφιερωμένο στον Σιμόν Μπολιβάρ (1783-1830), ήρωα της Λατινικής
Αμερικής στον αγώνα της κατά της Ισπανικής αποικιοκρατίας.
è
Τι
νομίζετε ότι ήταν αυτό που ενέπνευσε τον Εγγονόπουλο να συνθέσει το ποίημα
αυτό:
Μπολιβάρ,
ένα ελληνικό ποίημα ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ Le cuer d’un home vaut tout l’or d’un païs ια τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους, τους δυνατούς, Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά, Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή, γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι, κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών, Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι, Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες, οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα, Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου, Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε, Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων, Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: προς τ’ άστρα. Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις, Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο συγκίνηση Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ. |
Μπολιβάρ!
Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής. Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου, μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου. Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου, και σκορπούσε το καλό και το κακό. Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες, όλα τα διακριτικά του βαθμού σου, Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου, Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι, Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων, Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής, Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων, ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική. Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι, και τώρα, δεν είσαι όνειρο. Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς, και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα, Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση, Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι, Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός. |
Β.
Κείμενο
ΝΕΑ ΠΕΡΙ
ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΣΤΙΣ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ
1936 ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΑΝΤΑΚΙ ΤΟΥ ΚΑΜΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑ ΦΟΥΕΝΤΕ
............. una accion vil y disgraciado
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1.
Τι νομίζετε ότι επιδιώκει ο ποιητής
με τα κεφαλαία γράμματα και το μακροσκελή τίτλο;
2.
Ο τίτλος «υπόσχεται» να δώσει
νεότερες πληροφορίες για το θάνατο του Λόρκα. Σε ποιο βαθμό πραγματοποιείται
αυτή η υπόσχεση;
3.
Τι προοικονομεί το «μότο»του
ποιήματος;
4.
Ποια γενική κρίση εκφράζει ο ποιητής
για την τέχνη και την ποίηση στους τρεις πρώτους στίχους;
5.
Ποιος είναι ο τόνος του ποιήματος;
Ποια η κυρίαρχη διάθεση του ποιητή; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας με
συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο.
6.
Αν θεωρήσουμε ότι το ποίημα
καταγράφει μια διαμαρτυρία του ποιητή, να επισημάνετε: α) σε ποιους απευθύνεται
ο ποιητής και τι καταδικάζει; β) υπάρχει κάποια αντιπρόταση του ποιητή;
7.
Γιατί ο ποιητής αποκαλεί τα χρόνια
μας «σακάτικα»; Τι εννοεί με τη φράση: «είθισται/να δολοφονούν/τους ποιητάς»;
8.
Τι δείχνει ο περιορισμένος αριθμός των ρημάτων και ο
χρόνος στον οποίο βρίσκονται;
9.
Με δεδομένο ότι ο Εγγονόπουλος αρχικά
δέχτηκε κυρίως χλευαστικά σχόλια για την ποίησή του (εξαιτίας της τολμηρότητας
της υπερρεαλιστικής του γραφής), μπορούμε να διακρίνουμε στο ποίημα στοιχεία
αυτοσαρκασμού;
10.
Ο Εγγονόπουλος θεωρείται «συνεπής»
υπερρεαλιστής. Ποια χαρακτηριστικά του ποιήματος αυτού συνηγορούν υπέρ αυτής
της άποψης;
11.
Ποιον από τους παρακάτω τίτλους θα
προτιμούσατε για το ποίημα: α) Οι συνθήκες θανάτου του Λόρκα β) Η μοναξιά του
καλλιτέχνη γ) Μην πυροβολείτε τον ποιητή δ) Η τραγική μοίρα των πρωτοπόρων. Να
δικαιολογήσετε τους λόγους της προτίμησής σας.
12.
Το ποίημα αυτό ανήκει στην ποιητική
συλλογή του Εγγονόπουλου «Ἐν ἀνθήρι ἕλληνι λόγῳ»που δημοσιεύθηκε το 1957. Τι μπορεί
να ενέπνευσε ή να παρακινήσει τον ποιητή να αφιερώσει στη μνήμη του Ισπανού
ποιητή Λόρκα ένα τέτοιο ποίημα, είκοσι περίπου χρόνια μετά τη δολοφονία του;
13.
Ο Λόρκα είχε προειδοποιηθεί από τους φίλους του ότι
κινδύνευε η ζωή του από τους φασίστες αλλά δεν θέλησε να εγκαταλείψει τη
Γρανάδα (όπως τον συμβούλευαν): α) Ποια γνώμη σχηματίζετε για τη στάση ζωής του
ποιητή; β) αυτό το στοιχείο νομίζετε ότι ενισχύει ή αποδυναμώνει την άποψη του Εγγονόπουλου ότι «η τέχνη και η
ποίησις μας βοηθούν να πεθάνουμε»;
14.
Να διαβάσετε το ποίημα του Καββαδία
που είναι επίσης αφιερωμένο στο θάνατο του Fed. Garcia Lorca (βλ.
πίσω) και να παρουσιάσετε με ποιο τρόπο το ίδιο γεγονός εμπνέει διαφορετικά
τους δύο ποιητές.
15.
Ως αποτέλεσμα κάποιων άλλων
«σακάτικων χρόνων», ο Σεφέρης το 1969
γράφει τη γνωστή Δήλωσή του και 2
χρόνια αργότερα το ποίημα «Επί
ασπαλάθων...». Διακρίνετε κάποιο κοινό προβληματισμό σε αυτά τα κείμενα με
το συγκεκριμένο ποίημα του Εγγονόπουλου;
16.
Να διαβάσετε το ποίημα του Γ.
Σαραντάρη «Δεν είμαστε ποιητές
σημαίνει...» (βλ. πίσω) και να συζητήσετε κατά πόσο υπάρχουν κοινά σημεία
ταύτισης με το «Νέα περί....» του
Εγγονόπουλου.
17.
Διαβάστε τα τρία ποιήματα του
Εγγονόπουλου που ακολουθούν και επισημάνετε τις ομοιότητες στον τρόπο γραφής
τους και στον προβληματισμό τους, σε σχέση και με το «Νέα περί...»
Α) Ξεχνιέται ο Αδόλφος
Χίτλερ;
αλήθεια –των αδυνάτων
αδύνατο-
ποτέ δεν εκατάφερα να καταλάβω
αυτά τα όντα που δεν
βλέπουνε
το τερατώδες κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου
-το
εφήμερο
της
παράλογης ζωής του-
κι
ανακαλύπτουν διαφορές
-γιομάτες
μίσος-διαφορές-
σε
χρώμα δέρματος φυλή
θρησκεία.
Β)
Τίμων ο Αθηναίος
εφανταζούντανε
εαυτόν
σαν
ψωριασμένο
λύκο
καθώς
όλ’οι ανθρώποι
αλυχτούσανε
γύρω του
οι
λυσσαγμένοι
σκύλοι
αλλ’
επιτέλους εκατάλαβε
-πόσον
αργά θεέ μου!-
πόσο
αργά
πως
έτσι
π
ά ν τ α
γίνεται:
να
επιτίθενται οι ανθρώποι
-άγρια
κι αλύπητα-
στον
κάθε μεμονωμένο τους συνάνθρωπο
όμοιοι
με
λυσσαγμένα
σκυλιά
|
Γ. Ποίηση 1948
τούτη η εποχή
του εµφυλίου σπαραγµού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι άλλα παρόµοια
σαν πάει κάτι
να
γραφεί
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη µεριά
αγγελτηρίων θανάτου
γι’ αυτό και
τα ποιήµατά µου
είν’ τόσο πικραµένα
(και πότε -άλλωστε- δεν
ήσαν;)
κι είναι
-προ πάντων-
και
τόσο
λίγα
|
Ν. Καββαδίας: Federico Garcia Lorca
(1945)
Ανέμισες
για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ'αχαμνά του Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω; φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό. Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά Βάρκα του βάλτου ανάστροφη φτενή δίχως καρένα σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά. |
Γ. Σαραντάρης: Δεν είμαστε ποιητές
σημαίνει…
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει
φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον
αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους
ανίδεους,
τις γυναίκες στα φιλιά του
ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.
Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μάς έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου