Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Από τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα στο... Ρομαίος και Τζουβλιέττα











ROMEO AND JULIET



ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ


 
 Η πρώτη σελίδα από το δεύτερο Quarto του έργου Romeo and Juliet (1599)


Το έργο Ρωμαίος και Ιουλιέτα (Romeo and Juliet) είναι τραγωδία που έγραψε ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ στην αρχή της σταδιοδρομίας του, το 1595, για δύο νεαρούς κατατρεγμένους εραστές, που ο θάνατός τους τελικά συμβιβάζει τις διενέξεις μεταξύ των φεουδαρχικών οικογενειών τους. Ήταν μεταξύ των πιο δημοφιλών έργων του Σαίξπηρ στη διάρκεια της ζωής του και, μαζί με τον Άμλετ, είναι ένα από τα συχνότερα εκτελούμενα έργα του. Σήμερα, οι χαρακτήρες του τίτλου θεωρούνται ως αρχέτυπο των νέων εραστών.


Το έργο ξεκινά στον δρόμο με έναν καυγά μεταξύ υποστηρικτών δύο οικογενειών με ορκισμένη έχθρα μεταξύ τους, των Καπουλέτων και Μοντέγων. Ο Εσκάλους, Πρίγκιπας της Βερόνας, αναγγέλλει τιμωρία με θάνατο αν συνεχιστεί αυτή η πολύχρονη βεντέτα. Αργότερα, ο Κόμης Πάρης ζητά το χέρι της κόρης του Καπουλέτου, της Ιουλιέτας, όμως ο Καπουλέτος του ζητά να περιμένει δύο χρόνια.

Ο Ρωμαίος είναι ερωτευμένος με ανεκπλήρωτο έρωτα με τη Ροζαλίνα, ανιψιά του Καπουλέτου. Εντωμεταξύ ο Καπουλέτος ενθουσιάζεται με την ιδέα να παντρέψει την Ιουλιέτα με τον Κόμη Πάρη και τον καλεί στην προγραμματισμένη εορταστική συνάθροιση των Καπουλέτων. Ο Ρωμαίος μαζί με τους φίλους του, Μπενβόλιο και Μερκούτιο, πηγαίνουν, λόγω του έρωτα του Ρωμαίου, απρόσκλητοι στη γιορτή προσδοκώντας να δουν τη Ροζαλίνα. Κατά τη διάρκεια της γιορτής ο Ρωμαίος ερωτεύεται κεραυνοβόλα την Ιουλιέτα. Χορεύοντας μαζί μαθαίνουν ότι οι οικογένειες τους είναι αντίπαλες και πως κυριαρχεί μια αδυσώπητη έχθρα ανάμεσά τους.

Αψηφώντας τον κίνδυνο, ο Ρωμαίος ψάχνει να βρει την Ιουλιέτα, την οποία δεν μπορεί να ξεχάσει. Γλιστρά στα κρυφά στον κήπο των Καπουλέτων και ακούει κάτω από το μπαλκόνι της την Ιουλιέτα να εξομολογείται πως τον αγαπά παρόλο το μίσος των οικογενειών τους.

Τότε της φανερώνεται και αποφασίζουν να παντρευτούν. Την επομένη κιόλας μέρα ο Ρωμαίος συναντά τον φίλο του, ιερέα Λαυρέντιο, ο οποίος συμφωνεί να τους παντρέψει, καθώς πιστεύει ότι αυτός ο γάμος θα έφερνε ένα τέλος στην έχθρα ανάμεσα στις δύο οικογένειες, και τους παντρεύει κρυφά.

Ο Τυβάλτος, ξάδερφος της Ιουλιέτας, ζητά σε μονομαχία τον Ρωμαίο επειδή εμφανίστηκε ακάλεστος στη γιορτή, μα εκείνος την απορρίπτει καθώς τον θεωρεί πλέον συγγενή του. Όμως ο Μερκούτιος, φίλος του Ρωμαίου, αποδέχεται την πρόκληση και σκοτώνεται από τον Τυβάλτο την ώρα που ο Ρωμαίος προσπαθεί να τους χωρίσει. Ο Ρωμαίος στη συνέχεια σκοτώνει τον Τυβάλτο. Ο Εσκάλους μαθαίνοντας το συμβάν εξορίζει τον Ρωμαίο.

Ο Καπουλέτος, χωρίς να γνωρίζει για τον κρυφό γάμο τον δύο νέων, αποφασίζει να παντρέψει την Ιουλιέτα με τον Πάρη. Η Ιουλιέτα αρνείται και ο Καπουλέτος απειλεί να την αποκηρύξει. Η Ιουλιέτα παρακαλεί την μητέρα της να καθυστερήσει τον γάμο, όμως εκείνη την απορρίπτει. Έτσι επισκέπτεται τον ιερέα Λαυρέντιο για βοήθεια κι εκείνος καταστρώνει ένα σχέδιο σύμφωνα με το οποίο συμβουλεύει την Ιουλιέτα να πάρει ένα δηλητήριο που θα την κάνει να φαίνεται νεκρή για 42 ώρες, ενώ ταυτόχρονα θα στείλει ένα γράμμα στον Ρωμαίο να του εξηγεί το σχέδιο ώστε να έρθει να την πάρει όταν αυτή ξυπνήσει και ενώ όλοι θα τη νομίζουν νεκρή. Η Ιουλιέτα παίρνει το δηλητήριο τη νύχτα πριν τον γάμο με τον Πάρη. Νομίζοντάς την νεκρή, οι Καπουλέτοι την μεταφέρουν να κείται στην οικογενειακή κρύπτη.

Ο αγγελιοφόρος δεν φτάνει ποτέ όμως στον Ρωμαίο και ο Ρωμαίος μαθαίνει πως η Ιουλιέτα πέθανε από τον υπηρέτη του, τον Βαλταζάρ. Συντετριμμένος, ο Ρωμαίος αγοράζει δηλητήριο από ένα φαρμακείο και πηγαίνει στην κρύπτη των Καπουλέτων, όπου και συναντά τον Πάρη που έχει πάει να θρηνήσει την Ιουλιέτα κατ' ιδίαν. Ο Πάρης πιστεύει πως ο Ρωμαίος πήγε εκεί για να βανδαλίσει και του επιτίθεται· στη μάχη όμως σκοτώνεται από τον Ρωμαίο. Ο Ρωμαίος στη συνέχεια πίνει το δηλητήριο, νομίζοντας την Ιουλιέτα νεκρή. Έπειτα η Ιουλιέτα ξυπνά και, βρίσκοντας τον Ρωμαίο νεκρό, αυτοκτονεί με το μαχαίρι του.

Οι αντιμαχόμενες οικογένειες και ο πρίγκιπας φτάνουν στην κρύπτη και βρίσκουν και τους τρεις νεκρούς. Ο ιερέας Λαυρέντιος αφηγείται την ιστορία των δύο ερωτευμένων. Οι οικογένειες συμφιλιώνονται κάτω από τον θάνατο των παιδιών τους και συμφωνούν να δώσουν τέλος στη βίαιη διαμάχη τους. Το έργο τελειώνει με την ελεγεία του πρίγκιπα για τους ερωτευμένους: «Γιατί δεν υπήρξε ποτέ ιστορία πιο θλιβερή από αυτήν της Ιουλιέτας και του Ρωμαίου της».





ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
(μτφρ. Ε. Μπελιές)
Δεύτερη Πράξη – Σκηνή 2

(Ο κήπος των Καπουλέτων)
(Εμφανίζεται ο Ρωμαίος)



ΡΩΜΑΙΟΣ
Όποιος ποτέ του δεν λαβώθηκε γελάει με τις ουλές των άλλων!
(Εμφανίζεται η Ιουλιέτα στο μπαλκόνι)
Σιγά! Ποιο φως χαράζει σ’ εκείνο το παράθυρο;
Είναι η ανατολή, ο ήλιος μου, η Ιουλιέτα!
Πρόβαλε, ωραίε ήλιε, και σκότωσε τη φθονερή σελήνη,
που ήδη αρρώστησε και χλόμιασε απ’ το κακό της,
γιατί εσύ, η ακόλουθός της, είσαι ομορφότερη!
Πάψε να την υπηρετείς, αφού τόσο ζηλεύει: το φόρεμα
που βάζουν οι παρθένες της είναι πρασινισμένο,
αρρωστημένο – ένδυμα γελωτοποιού ανόητου!
Πέταξ’ το από πάνω σου! Ω, ναι, η δέσποινά μου είναι,
η αγάπη μου! Αχ, και να το ‘ξερε πως είναι!
Μιλάει, κι όμως λέξη δεν βγάζει από το στόμα της!
Και τι μ’ αυτό – τα μάτια της μιλάνε: θ’ απαντήσω!
Μα τι θράσος έχω! Δεν μιλάει σ’ εμένα:
τα δύο ομορφότερα αστέρια τ’ ουρανού πρέπει
να λείψουν λίγο και παρακαλούν τα μάτια της
να λάμψουνε στις σφαίρες τους ωσότου να γυρίσουν!
Τι θα γινόταν εάν τα μάτια της βρισκόντουσαν εκεί ψηλά
κι ερχόντουσαν στο πρόσωπό της τ’ άστρα;
Τα λαμπερά της μάγουλα θα έκαναν τ’ αστέρια να ντρέπονται,
όπως το λυχναράκι ντρέπεται τη μέρα. Τα μάτια της,
εκεί ψηλά, ωσάν αιθέριο ποτάμι θ’ ακτινοβολούσαν,
και τα πουλιά θα νόμιζαν πως είναι μέρα και θα κελαηδούσαν.
Κοίτα πώς ακουμπάει το πρόσωπο στο χέρι:
ω, γάντι της να ήμουνα, εγώ να γίνω ταίρι
στο μάγουλό της και να την αγγίξω!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αχ, Θεέ μου!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Μιλάει! Μίλησε πάλι, άγγελε λαμπρέ,
δόξα εσύ της νύχτας πάνω απ’ το κεφάλι μου:
μοιάζεις με φτερωτό απεσταλμένο τ’ ουρανού
που οι κατάπληκτοι θνητοί κοιτάζουνε με θαυμασμό
να ιππεύει νέφη αργοβάδιστα και να διαπλέει
τους κόλπους των αιθέρων.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αχ, Ρωμαίο, Ρωμαίο, γιατί να είσαι ο Ρωμαίος;
Αρνήσου τον πατέρα σου, απαρνήσου τ’ όνομά σου,
ή, αν δεν θέλεις, ορκίσου μου πως μ’ αγαπάς
και παύω  εγώ αμέσως να ‘μαι κόρη Καπουλέτου!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Ν’ ακούσω κι άλλο, ή να μιλήσω τώρα;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Μονάχα τ’ όνομά σου είν’ εχθρός μου:
εσύ ο ίδιος θα ’σουνα κι αν δεν σε λέγανε Μοντέγο.
Τι πάει να πει Μοντέγος; Μοντέγος! Δεν είναι ούτε χέρι ούτε πόδι
ούτε μπράτσο ούτε πρόσωπο ούτε κανένα άλλο σάρκινο
μέρος του ανθρώπου. Αχ, γίνε κάποιο άλλο όνομα!
Τι είναι τ’ όνομα;  Αυτό που λέμε τριαντάφυλλο,
κι αλλιώς να ονομαζότανε, το ίδιο δεν θα μύριζε γλυκά;
Έτσι και ο Ρωμαίος: αν δεν λεγότανε Ρωμαίος,
πάλι θα είχε τις ίδιες, τέλειες χάρες του.
Ρωμαίο, παράτα τ’ όνομά σου  - δεν είναι μέρος
του εαυτού σου – και θα κερδίσεις ολόκληρην εμένα! 

ΡΩΜΑΙΟΣ
Κρατάω  σαν υπόσχεση τα λόγια που είπες.
Ονόμασέ με αγάπη σου, και με ξαναβαφτίζεις:
Ρωμαίος δεν θα είμαι πια ποτέ!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ποιος είσαι συ, που έρχεσαι κρυμμένος στα σκοτάδια
και μπαίνεις μέσα στις μυστικές μου σκέψεις;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Τ’ όνομά μου δεν ξέρω πώς μπορώ να σου το πω.
Τ’ όνομά του, λατρευτή αγία, μου είναι μισητό, αφού εσύ
το έχεις για εχθρό. Αν το ’γραφα, θα έσκιζα το χαρτί.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τ’ αυτιά μου δεν έχουν ακόμα πιει εκατό λέξεις
από το στόμα σου, κι όμως αναγνωρίζω τη φωνή σου.
Δεν είσαι ο Ρωμαίος, ο γιος του Μοντέγου;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Κανένας απ’ τους δύο, πανέμορφη, αν τον αντιπαθείς.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Πώς έφτασες εδώ και ποιος ο λόγος – πες μου.
Οι τοίχοι του περιβολιού είναι ψηλοί και δύσκολα
τους ανεβαίνεις. Κι άμα καλοσκεφτείς ποιος είσαι,
αυτό το μέρος είναι βέβαιος θάνατος για σένα,
εάν κάποιος συγγενής μου σε βρει εδώ.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Με τα πανάλαφρα φτερά του έρωτα πέρασα τον τοίχο.
Τα πέτρινα εμπόδια δεν τα λογαριάζει ο έρωτας,
που, ό,τι μπορεί να κάνει, το τολμάει κιόλας.
Ήταν αδύνατο, λοιπόν, οι συγγενείς σου να με σταματήσουν.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Όμως, άμα σε δουν, θα σε σκοτώσουν.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Αχ, πιο πολύ κινδυνεύω απ’ τα δικά σου μάτια
παρά από είκοσι σπαθιά τους. Κοίτα με συ γλυκά
και η δικιά τους έχθρα δεν θα με πιάνει.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Για τίποτα στον κόσμο δεν θέλω να σε βρουν εδώ.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Της νύχτας ο μανδύας με κρύβει από τα μάτια τους.
Όμως, αν δεν με αγαπάς, τότε ας με βρουν.
Καλύτερα να χάσω τη ζωή μου από το μίσος τους,
παρά ν’ αργοπεθαίνω χωρίς τη δικιά σου αγάπη.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Και ποιος σου έδειξε τον δρόμο ως εδώ;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Ο έρωτας, που πρώτος με παρακίνησε να ψάξω.
Αυτός έβαλε το μυαλό κι εγώ έβαλα τα μάτια.
Ναυτικός δεν είμαι, αλλά ακόμα κι αν βρισκόμουνα
στην πιο απόμακρη ακρογιαλιά που βρέχει το έσχατο κύμα
του μεγάλου πόντου, για τέτοιο θησαυρό
θα διακινδύνευα την ίδια τη ζωή μου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ξέρεις πως η μάσκα της νύχτας κρύβει το πρόσωπό μου,
αλλιώς  τα μάγουλά μου θα κοκκίνιζαν από παρθενική ντροπή
γι’ αυτά που μ’ άκουσες να λέω εδώ απόψε.
Μακάρι να μπορούσα να κρατήσω τους καλούς μου τρόπους·
μακάρι, μακάρι ν΄ αρνιόμουν όσα είπα. Όμως,
αντίο τυπικότητα. Μ’ αγαπάς; Το ξέρω, «Ναι» θα πεις,
κι εγώ θα σε πιστέψω. Και, φυσικά, αν πάρεις όρκο,
μπορείς να τον πατήσεις. Λένε πως ο Δίας ξεκαρδίζεται
όταν οι ερωτευμένοι δεν κρατάν τους όρκους τους.
Αν μ’ αγαπάς, Ρωμαίο μου, πες μου το ειλικρινά.
Και αν νομίζεις πως σε άφησα εύκολα να με κερδίσεις,
θα κατσουφιάσω, θα κακιώσω, θα σου λέω συνέχεια όχι,
για να τρέχεις πίσω μου ζητώντας να με κερδίσεις.
Η αλήθεια είναι, ωραίε Μοντέγο, πως είμαι πολύ εκδηλωτική,
και ίσως πάρεις τη συμπεριφορά μου γι’ άσεμνη.
Όμως, καλέ μου, πίστεψέ με και θα δεις πως είμαι
πιο αληθινή απ’ όσες ξέρουνε να φαίνονται απρόσιτες.
Ομολογώ πως έπρεπε να δείξω πιο επιφυλακτική,
Αλλά, προτού το καταλάβω, είχες κρυφακούσει το πάθος
του έρωτά μου: γι αυτό, συγχώρεσέ με και μη νομίσεις
επιπόλαιη την ομολογία μου, που σου αποκάλυψε
η σκοτεινιά της νύχτας.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Κυρία, σου ορκίζομαι στην ιερή σελήνη που ασημώνει
Από κει ψηλά τις κορυφές αυτών εδώ των δέντρων –

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ω, μην ορκίζεσαι στη σελήνη, στην άστατη σελήνη
που κάθε μέρα αλλάζει σχήμα στην κυκλική της τροχιά:
εκτός και αν ο έρωτάς σου αποδειχτεί το ίδιο αλλοπρόσαλλος!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Σε τι να σου ορκιστώ;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Καθόλου να μην ορκιστείς. Ή, αν επιμένεις, ορκίσου
στον χαρισματικό εαυτό σου κι εγώ θα σε πιστέψω
γιατί εσύ είσαι ο μόνος μου θεός και το είδωλό μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Αν της καρδιάς μου η λατρεία –

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ασ’ το, μην ορκίζεσαι! Παρ’ όλη τη χαρά μου που σε βλέπω,
χαρά δεν νιώθω για όσα συμφωνήσαμε απόψε: όλα γίναν
πολύ απότομα, παράτολμα και ξαφνικά, γίνανε
σαν την αστραπή που χάνεται προτού προλάβεις να πεις
«Αστράφτει!» Καληνύχτα, αγαπημένε. Μπορεί ο έρωτάς μας
που τώρα  μπουμπουκιάζει να μεστώσει με την αύρα
του καλοκαιριού και όμορφο λουλούδι να έχει γίνει
όταν ξανασυναντηθούμε. Καληνύχτα, καληνύχτα.
Γλυκά κοιμήσου απόψε: να έχεις στην καρδιά
όση γαλήνη μου εχάρισε κι εμένα η βραδιά.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Αχ, πώς μ’ αφήνεις τόσο απαρηγόρητο;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Και ποια παρηγοριά θα ήθελες γι’ απόψε;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Τον ίδιο όρκο πιστής αγάπης που σου  ‘δωσα κι εγώ.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αυτόν τον είχες πριν καν τον ζητήσεις: μακάρι
πίσω  να τον έπαιρνα για να σ’ τον ξαναδώσω.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Θες να τον πάρεις πίσω; Γιατί, αγάπη μου;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Για να φανώ γενναιόδωρη και να σου τον ξαναχαρίσω.
Κοίταξε, κάνω ευχές για πράγματα που έχω!
Όλα σού τα προσφέρω, πέλαγος γίνομαι ανοιχτό,
Μ’ έρωτα απύθμενο για σένα: όσο σου δίνω έρωτα,
τόσο έχω περισσότερον, αφού είναι ατελείωτοι κι οι δύο.
Κάποιον ακούω μέσα. Γεια σου, αγάπη μου!
(Η Παραμάνα φωνάζει από μέσα)
Έρχομαι, παραμάνα μου. Μοντέγο, να ’σαι πιστός!
Περίμενε λιγάκι, θα ξανάρθω.

                  (Βγαίνει η Ιουλιέτα)
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ω ευλογημένη, ευλογημένη νύχτα! Πόσο φοβάμαι μήπως,
επειδή  νύχτα είναι, τα βλέπω όλα σ’ όνειρο τόσο γλυκό
για να ’ναι αληθινό!

                  (Η Ιουλιέτα ξαναβγαίνει στο μπαλκόνι)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Δυο λόγια μόνο, Ρωμαίο μου, και μετά καληνύχτα οριστικά.
Εάν είναι στ’ αλήθεια τίμια η αγάπη που ομολόγησες
κι έχεις σκοπό τον γάμο, ειδοποίησέ με αύριο το πρωί
με κάποιον που θα έρθει να σε βρει εκ μέρους μου,
πού και πότε θέλεις να γίνει η τελετή, κι εγώ
αμέσως θ’ αποθέσω την τύχη μου στα πόδια σου
για να σ’ ακολουθήσω, κύριέ μου, ως τα πέρατα του κόσμου.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
(Από μέσα) Κυρία!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τώρα – έρχομαι! Αλλ’ αν δεν έχεις καλό σκοπό, σε ικετεύω …

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Κυρία!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Έρχομαι, έρχομαι, είπα!... Σταμάτα να με γυροφέρνεις
και άσε με στον πόνο μου. Αύριο το πρωί σου στέλνω
τον άνθρωπό μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Μα ψυχή μου, σου λέω –

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Χίλιες φορές  καλή σου νύχτα! Γεια σου!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Χίλιες φορές κατάμαυρη χωρίς τη φωτεινότητά σου.
Ο έρωτας τρέχει με λαχτάρα όταν έρωτα συναντάει
σαν το παιδί που από το μάθημα σχολάει·
αλλά ο έρωτας από τον έρωτα φεύγει μακριά
σαν το παιδί που πάει στο μάθημά του με βαριά καρδιά.

(Η Ιουλιέτα ξαναβγαίνει στο μπαλκόνι)

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ψψψψτ! Ρωμαίο, ψψψτ! Έι! Ω, να ’χα κυνηγού φωνή
για να φωνάξω πίσω το βασιλικό γεράκι μου!
Μα η σκλαβιά μιλάει σιγανά – δεν γίνεται φωνή να υψώσει!
Αλλιώς, θα γκρέμιζα το σπήλαιο της Ηχώς
και την αέρινη φωνή της θα έκανα βραχνότερη απ’ τη δικιά μου
βάζοντάς τη ν’ αντιλαλεί τ’ όνομα του Ρωμαίου μου.

 «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», του Frank Bernard Dicksee

ΡΩΜΑΙΟΣ
Είν’ η ψυχή μου – και φωνάζει τ’ όνομά μου!
Ω, πόσο γλυκά αντηχεί η ασημένια γλώσσα των ερωτευμένων
μέσα στη νύχτα: σαν μουσική μαγευτική σ’ αυτί
που μόνο του σκοπό έχει ν’ ακούσει.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ρωμαίο!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Λατρεία μου!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τι ώρα αύριο το πρωί να έρθει ο άνθρωπός μου;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Στις εννέα.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Θα είν’ εκεί! Εννέα ακριβώς. Αλλά ως τότε θα είναι
σαν να πέρασαν είκοσι χρόνια! Ξέχασα γιατί σε φώναξα.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Άσε – θα μείνω εδώ μέχρι να θυμηθείς.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Κι εγώ θα ξεχνάω, για να μένεις εσύ εδώ και να θυμάμαι
μόνο πόσο θέλω να σ’ έχω κοντά μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Κι εγώ θα μένω για να ξεχνάς συνέχεια εσύ
και πια να μην θυμάμαι πως έχω άλλο σπίτι.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ξημερώνει, έπρεπε να  ‘χες φύγει. Αλλά δεν θα ‘θελα να πας
μακρύτερα απ’ όσο κατοικίδιο πουλάκι, που πεταρίζει
λίγο πιο πέρα από το χέρι του αφέντη του, δέσμιο
το καημένο της μεταξένιας του κλωστής: γιατί η αγάπη
του αφεντικού του ζηλεύει και την παραμικρή ελευθερία!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Μακάρι να ήσουνα εσύ αφεντικό κι εγώ πουλάκι.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Γλυκούλη μου, αυτό θα το ‘θελα κι εγώ · μα, σίγουρα,
θα σ’ έπνιγαν τα στοργικά μου χάδια. Καληνύχτα,
καληνύχτα. Ο χωρισμός  είναι πόνος τόσο γλυκός,
που θα σε καληνύχτιζα ωσότου ξημερώσει φως.

(Βγαίνει η Ιουλιέτα)

ΡΩΜΑΙΟΣ
Ύπνος γλυκός στα μάτια σου και στην ψυχή γαλήνη.
Να ήμουνα γαλήνη κι ύπνος για να ξεκουράσω εκείνη!
Τρέχω στο κελί του ιερέα – πνευματικού μου: θα του μιλήσω
για τη μεγάλη ευτυχία μου και τη βοήθειά του θα ζητήσω

                  (Βγαίνει)


Ας δούμε τώρα και ας συγκρίνουμε (και κυρίως ας απολαύσουμε):
 


(προηγουμένως η πρώτη γνωριμία:



 Και αν στη θέση των Μοντέγων και των Καπουλέτων είχαμε δυο αντίπαλες νεανικές συμμορίες της Νεάς Υόρκης του 1960; 
τότε βέβαια, θα έχουμε το  μιούζικαλ  West Side Story (1961)


  ή αν η υπόθεση μεταφερόταν στο Λος Άντζελες της δεκαετίας του '90 και σε ανταγωνιστικές οικογένειες μαφιόζων;
Romeo+ Juliet,  σε σκηνοθεσία Baz Luhrmann.



 Και, κάτι ...λίγο απροσδόκητο. Τι θα λέγατε, με την ευκαιρία, να ακούσουμε την ιστορία του Ρομαίο και της Τζουβλιέττας;
Παραθέτω από τo freeminds.gr  και το άρθρο της Γεωργίας Καλπουζίδου


Ρομαίος και Τζουβλιέτα

Αν νομίζεις πως έχω γράψει λάθος τον τίτλο από το γνωστό θεατρικό έργο του Σαίξπηρ, τότε κάνεις λάθος! Ο τίτλος αυτός σαφώς και παραπέμπει στον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, όμως είναι ο τίτλος- λογοπαίγνιο ενός μικρού θεατρικού έργου που θέλει να δηλώσει την καταγωγή των δύο πρωταγωνιστών του, ένα αγόρι τσιγγάνικης καταγωγής, εξ ου και Ρομ-αίος, και ένα κορίτσι μη τσιγγάνικης καταγωγής, δηλαδή μία «μπαλαμή» ή αλλιώς «τζουβλί» όπως λέγεται στην τσιγγάνικη γλώσσα η μη τσιγγάνα, γι’ αυτό και Τζουβλιέττα!

Το θεατρικό αυτό γράφτηκε στα πλαίσια μιας διαπολιτισμικής παρέμβασης στο 3ο Γυμνάσιο Δενδροποτάμου Θεσσαλονίκης, όπου οι η πλειονότητα των μαθητών είναι Ρομά, και παρουσιάστηκε πέρσι από ομάδα μαθητών σε σχολική γιορτή αφιερωμένη στην παγκόσμια ημέρα των Ρομά, στις 8 Απριλίου, αλλά και στην ετήσια Γιορτή Πολυγλωσσίας του δήμου Θεσσαλονίκης. Ο σκοπός της παρέμβασης ήταν διττός καθώς στόχευε αφενός στο να γνωρίσουν τα παιδιά λίγα πράγματα για τον Σαίξπηρ, κατόπιν δικής τους επιθυμίας, και αφετέρου να προβληματιστούν γύρω από την έννοια του στερεοτύπου, αφού η ιστορία αφορά τον έρωτα των δύο νέων παιδιών, ο οποίος πέφτει θύμα προκαταλήψεων και ρατσισμού.
Ωστόσο, η ιστορία μας, εν αντιθέσει με το σαιξπηρικό έργο, έχει αίσιο τέλος. ......
Διαβάστε περισσότερα εδώ