Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το κρυφό μανδράκι (1906)
Χριστούγεννα που έμμελε να κάνουν εκείνη τη χρονιά οι χριστιανοί, οι
άνθρωποι του χωριού! Αν περίμεναν από το μπαρμπα-Στάθη το Γρούτσο με τη βάρκα
του, που την είχε τόσες φορές καλαφατίσει και πισσώσει, να τους φέρει αρνιά να
φάνε!
Οι καιροί ήταν τόσο ακατάστατοι, με όλα τα χιόνια που είχε ρίξει γύρω στα
βουνά- ως την παραλία, στην άμμο του γιαλού είχαν κατέβει τα χιόνια. Και μέσα
στο χωριό είχε πιάσει το χιόνι.
Κι όλες οι στέγες των σπιτιών, από πλάκες ή από κεραμίδια, είχαν σκεπαστεί
από παχύ λευκό στρώμα. Και σε όλους τους δρόμους και στα σοκάκια του χωριού
είχε γίνει σωρός ένα γόνατο το χιόνι προς μεγάλη χαρά του Μιχαλιού της
Μερεγκλίνας και όλων των ξυπόλυτων παιδιών της γειτονιάς, που δεν άφησαν γριά ή
νέα, ή κορίτσι ή παιδί που να φορεί παπούτσια να περάσει, χωρίς να της σπάσουν
τη στάμνα, ή να στραβώσουν από το ένα μάτι, ή να την κουφάνουν από το ένα αυτί
με τους τεράστιους και πολύ σφιχτούς βόλους χιονιού που εξφενδόνιζαν εναντίον
τους. Κολλούσαν μεγάλες μπάλες από χιόνι, αύξαιναν τον όγκο τους όσο
γινόταν και τις έκαναν σωρό μπροστά στην αυλή της Μερεγκλίνας»· ο Μιχαλιός, που
είχε από παιδί μεγάλο δαιμόνιο πλαστικής, σχεδίαζε ένα πελώριο κολοσσό σε σχήμα
ανθρώπου- Τούρκου ή άσπρου Αράπη, με το σαρίκι και με την τσιμπούκα του.Στη συνέχεια πήρε από το κατώγι τη «στάφνη», καραβίσια μπογιά από
κοκκινόχρωμα του πατέρα του, του μαστρο- Γιώργου του Μερεγκλή, και ζωγράφιζε
κόκκινο τον άσπρο Αράπη- κόκκινα μάτια, κόκκινα φρύδια, κόκκινα γένια και
μαλλιά, κόκκινη καπότα και βράκα, όλα κατακόκκινα. Ήταν φοβερό να το βλέπει
κανείς εκείνο το τέρας της χιονογλυπτικής.
Με αυτό τον καιρό βγήκε τη νύχτα, βαθιά χαράματα από το σπιτάκι του, κοντά
στο γιαλό, ο μπαρμπά-Στάθης ο Γρούτσος, φορώντας τους ναυτικούς μαμτζάδες,
δηλαδή τις ψηλές πάνω από το γόνατο μπότες του, κατέβηκε στην αποβάθρα με βήμα
βαρύ που έτριζε πάνω στο χιόνι, τράβηξε τη μπαρούμα (το πλωριό σκοινί) της
βάρκας του, πήδηξε μέσα και ξύπνησε τον δεκαπεντάχρονο γιο του, τον Στεφανή,
που κοιμόταν πολύ ζεστά κάτω στην πλώρη της βάρκας.
-Σήκω, παιδί μου, παιδί μου! Στεφανή, σήκω, Στεφανή!
Τον κούνησε με δύναμη, και τράβηξε την τσέργα (τη βελέντζα) να τον
ξεσκεπάσει.
-Σύκο! Είπε μέσα στον ύπνο του ο Στεφανής. Και που βρέθηκε το σύκο;
-Εκεί που θα πάμε, Στεφανή, είπε ο γερο-Γρούτσος, θα βρεις πολλά σύκα να
φάς, Στεφανή! Ακόμα και κοκκόσες θα βρείς για να κάνεις σουτζούκια.
Ο γερο-Γρούτσος μιλούσε εδώ σύμφωνα με την διάλεκτο των κατοίκων του χωριού
του Πηλίου, που στην ακτή του σκόπευε να ταξιδέψει· κοκκόσες ονόμαζαν εκεί τα
καρύδια.
Ο Στεφανής σηκώθηκε, κρύωσε, ζεστάθηκε! Έπιασε το κουπί. Ο γέρος είχε
κιόλας σηκώσει το σίδερο, την άγκυρα της βάρκας, κι έκανε το πανί, έπιασε τη
σκότα (το σκοινί που τεντώνει το πανί) και κάθισε στην πρύμνη να
κυβερνήσει.
Ο άνεμος, άστατος, φαινόταν να είναι μάλλον γραίος (γραίγος,
βορειοανατολικός), ή να κλίνει προς τον λεβάντη (ανατολικό), αυτό το πρωί.
Μακάρι να τον πήγαινε σορόκο (νοτιοανατολικό). Το γερο-Γρούτσο δεν τον έμελε αν
θα έριχνε βροχή ή νερόχιονο- για να ψηλώσει πάλι τραμουντάνα (βοριάς), να πέσει
κι άλλο χιόνι την άλλη μέρα το πρωί. Του έφτανε να μπορούσε να αρμενίσει πρύμα.
Καβατζάρισαν το Καλαμάκι, πέρασαν έξω από τις Κουκουναριές, έφτασαν στην
Αγία Ελένη, τη δυτικότερη ακτή. Εφτά ή οχτώ μίλια απόσταση. Είχαν να αρμενίσουν
ακόμα άλλο τόσο, για να φτάσουν στον αντικρινό μικρό όρμο, τον Πλατανιά, κοντά στην
άκρη της Σηπιάδας. Αλλά εκεί βρήκαν τον άνεμο μαΐστρο (βορειοδυτικό) ίσια
μπροστά τους. Ο γερο- Στάθης, με αυτή τη βάρκα τη χιλιοκαλαφατισμένη και
πισσωμένη, και με άλλες πριν από αυτήν, είδε εκατό φορές κάνει τον γύρο αυτού
του νησιού του, είχε τρακόσες φορές επισκεφθεί όλες τις γειτονικές ακτές και
τους όρμους. Και δεν ίδρωνε εύκολα το μάτι του (δεν φοβόταν εύκολα). Μαϊνάρισε
(κατέβασε) το πανί, και δοκίμασε να προχωρήσει με τέσσερα κουπιά, δύο αυτός και
δύο ο γιος του, ενάντια στον άνεμο.
Αλλά ο μαΐστρος φαινόταν ότι τον παράβγαινε και θύμωνε περισσότερο. Όσο
δοκίμαζε να προχωρήσει αυτός, τόσο τον εξέπεφτε (τον έβγαζε από την πορεία του)
ο άνεμος, φουρτούνα, κιαμέτ (μεγάλη τρικυμία). Δοκίμασε να λοξοδρομήσει λίγο
προς το λίβα (νοτιοδυτικό), για να προσπαθήσει να υπερνικήσει τον άνεμο, με
μισοσηκωμένο το πανί. Αλλά ο άνεμος τώρα γινόταν σχεδόν πονέντης, στρεφόταν σε
δυτικό, και τίναζε τα κύματα στην πλώρη και στο πλάι της βάρκας, και μαγκάνιζε
(βασάνιζε) όλο το σκάφος, κι έπνιγε το μπαρμπα-Στάθη και τον γιο του,
φουρτούνα, ξύδι (καιρός τσουχτερός)!
Μαϊνάρισε πάλι, και δοκίμασε με τα κουπιά, να «του πάρει το χνότο» του
ανέμου από το αντίθετο μέρος, ανατολικά. Αλλά το σκάφος ταρακουνιόταν τόσο που
να προξενεί αγωνία και κινδύνευε να γίνει κομμάτια από μόνο του πριν προφτάσει
να βουλιάξει. Θαλασσοταραχή, κιαμέτ!
Ο γέρο-Γρούτσος άλλαξε πορεία. Ήταν παραμονή Χριστούγεννα, και είχε
λογαριάσει να γυρίσει, πριν ξημερώσει η γιορτή, στο νησί του, για να φέρει στο
Γιάννη το Μπόζα, το χασάπη, τα λίγα αρνιά που είχε εμπιστευθεί εκείνος σε ένα
σέμπρο του, στα πέρα χωριά, να χρησιμέψουν για τη γιορτή. Και τώρα βασίλευε ο
ήλιος της παραμονής, ήλιος που πήγαινε λοξά σε σύντομο δρόμο σε μιαν άκρη του
ουρανού, κι αυτός άπρακτος και ντροπιασμένος αγκυροβολούσε σε μια έρημη ακτή
του νησιού του. Ω! Εκεί ήταν γραφτό να κάνει Χριστούγεννα, εκείνη τη χρονιά!
Νύχτωσε κι ο γερο-Ντανάκιας μαζί με την κόρη του τη Βασώ, κοριτσάκι έντεκα
χρονών, είδε κλειστεί στο καλύβι του κοντά στην έρημη ακτή της Τουρκόβιγλας,
λίγο βορειότερα από την Αγία Ελένη. Το κορίτσι είχε ανάψει το λυχνάρι, και πήρε
να πλέξει την κάλτσα της. Ο πατέρας της τής είπε:
-Δεν δουλεύουν απόψε, ξημερώνουν Χριστούγεννα.
Η μικρή άφησε την κάλτσα της και είπε:
-Και είναι αλήθεια, πατέρα, πως έρχονται τώρα οι καλικάντζαροι;
-Ακούς εκεί! Όρεξη να ΄χεις· μιλιούνια!
-Είναι τόσο πολλοί; είπε με φρίκη το κορίτσι. Και τι κάνουν;
-Φωλιάζουν στις καπνοδόχους… φτύνουν πάνω στις σούβλες με το γουρουνίσιο
κρέας… Δέρνουν τα μικρά κορίτσια όσα δεν κάθονται φρόνιμα.
-Αλήθεια;
-Έρχονται και χτυπούν τις πόρτες, τη νύχτα…
Μόλις είπε τη λέξη αυτή ο Ντανάκιας, κι η πόρτα της καλύβας χτύπησε δυνατά,
ντούκ! ντούκ!
Της μικρής Βασώς το αίμα πάγωσε. Ο πατέρας της ο ίδιος τα χρειάστηκε.
-Ανοίξτε! είπε μια ανδρική χοντρή φωνή. Είμαστε καλοί άνθρωποι.
Ο Ντανάκιας δίστασε. Έπειτα πήρε θάρρος, αφού πίστευε πως δεν ήταν
καλικάντζαροι.
-Ποιοι είστε;
-Είμ΄εγώ, ο μπαρμπα-Στάθης ο Γρούτσος, ο καϊκτσής, κι ο Στεφανής ο γιος
μου.
Ο Ντανάκιας άνοιξε την πόρτα, μπήκε ο γερο-Γρούτσος κι ο γιος του.
-Καλώς σας βρήκαμε!
-Και πού βρεθήκατε εδώ, στο Μανδράκι; ρώτησε ο χωρικός.
Μανδράκι ονομαζόταν γραφικά το μικρό θαλασσινό λιμανάκι, μια αγκάλη ωραία
της ακτής, με χαμηλή όχθη γύρω γύρω, που έμοιαζε πράγματι με μάνδρα γιδοβοσκού
με το γυρτό φράχτη της. Η καλύβα του Ντανάκια ήταν σε δέκα βήματα απόσταση από
το Μανδράκι.
-Πού σ΄ αυτό τον κόσμο; ξανάπε ο ερημίτης.
Ο Ντανάκιας κατοικούσε εκεί, μέσε σε ένα μεγάλο κτήμα που το
ξεχέρσωνε και το καλλιεργούσε ο ίδιος, ως σέμπρος και συνιδιοκτήτης με έναν
άνθρωπο της πόλης. Σπάνια έβλεπε εκεί επισκέπτες, και μάλιστα την νύχτα.Ο
μπαρμπα-Στάθης ο Γρούτσος διηγήθηκε τη μικρή του Οδύσσεια.
-Και τώρα θα κάνουμε μαζί Χριστούγεννα εδώ στην ερημιά;
-Καταπώς φαίνεται, στέναξε ο γέρο-Ντανάκιας! Κι έτσι δεν έχετε αρνιά κάτω
στο χωριό;
-Που να τα βρούμε;
-Και γιατί δεν σφάζουν φραγκόκοτες, πατέρα; ρώτησε η μικρή Βασώ.
Όλοι γέλασαν.
Ο Στεφανής πριν μπουν στην καλύβα, είχε ακούσει γρυλισμό εκεί κοντά, και
είχε διακρίνει αμυδρά στο σκοτάδι μια γουρούνα δεμένη σε ένα παλούκι, με τα
γουρουνάκια της.
-Πατέρα, είπε ανήσυχος, κρυφά στο αυτί του μπαρμπα-Στάθη, έρχεσαι να
κλέψουμε τη γουρούνα με τα γουρουνόπουλα, να την πάμε στο χωριό;… και να πούνε
του Μπόζα, να, αυτά βρήκαμε, αυτά σου δέρνουμε!
-Σώπα!
Ωστόσο, σύμφωνα με το «δίδου σοφώ αφορμήν», ο μπαρμπα-Στάθης κατέβασε μια
ιδέα, και είπε στο Ντανάκια:
-Μην τυχόν σου βρίσκονται τίποτα αρνάκια, Γιάννη;
-Είχα δυο τρία.
-Μου τα δίνεις;… να πάω ασπροπρόσωπος στο χωριό;… για να σου σηκώσω κι
εσένα το βάρος, γρήγορα.
-Θα φύγουμε από τη ζεστασιά, πατέρα;… Φουρτούνα, κιαμέτ!
-Όπου είναι τώρα, θα μπονατσάρει.
-Και θα τα πληρώσεις, καπετάν Στάθη; Έχεις λεφτά;
Ο Στάθης ξεκουμπώθηκε, κι έβγαλε ναι σακούλα από το στήθος του,
κρεμασμένη από το λαιμό. Έβγαλε πέντε ή έξι ασημένια τάλιρα.
-Να, πάρε, Γιάννη.
Ο Ντανάκιας έτρεξε, κι έφερε τα αρνιά, όσα είχε.
Ο Στάθης ο Γρούτσος τα μπαρκάρισε, και σάλπαρε με τον γιο του. Ο άνεμος
είχε κοπάσει. Έβαλαν πλώρη για το χωριό στα νότια του νησιού, όπου έφτασαν στις
δύο μετά τα μεσάνυχτα- την ώρα που οι καμπάνες με το χαρμόσυνο βροντολάλημά
τους καλούσαν τους πιστούς στη νυχτερινή Ακολουθία των Χριστουγέννων.
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Της Κοκκώνας το σπίτι» (1893)
Δεν ήτον δρόμος πλέον περαστικός
εις όλον το χωρίον. Αδύνατον να μην επερνούσε κανείς απ' εκεί όστις θα ανέβαινεν
εις την επάνω ενορίαν ή όστις θα κατέβαινεν εις την κάτω. Λιθόστρωτον
ανηφορικόν, από κάτω απ' της Σταματρίζαινας το σπίτι έως επάνω εις τον ναόν της
Παναγίας της Σαλονικιάς. Χίλια βήματα, κάθε βήμα και άσθμα. Εφούσκωνεν,
εκοντανάσαινε κανείς διά ν' αναβεί, εγλιστρούσε διά να καταβεί.
Άμα επάτει τις εις το
λιθόστρωτον, αφού άφηνεν οπίσω του το μαγαζί του Καψοσπύρου, το σπίτι του
Καφτάνη και το παλιόσπιτον του γερο-Παγούρη με την τοιχογυρισμένην αυλήν,
ευρίσκετο απέναντι εις το σπίτι του Χατζή Παντελή, με τον αυλόγυρον σύρριζα εις
τον βράχον. Κάτω έχασκε μέγας κρημνός, μονότονος, προκαλών σκοτοδίνην,
σημειούμενος από ολίγους έρποντας θάμνους εδώ κι εκεί, οι οποίοι θα εφαίνοντο
εις το σκότος της νυκτός εκείνης ως να ήσαν κακοποιοί ψηλαφώντες και αναρριχώμενοι
ή και σκαλικάντζαροι ελλοχεύοντες και καραδοκούντες ώς να έλθει η ώρα να
εισβάλουν εις τας οικίας διά των καπνοδόχων. Το κύμα υποκώφως εφλοίσβιζεν εις
τα κράσπεδα του κρημνού, και ακούραστος βορράς φυσών από προχθές, μαλακώσας την
εσπέραν ταύτην, εξήπλωνε τες αποθαλασσιές του έως τον μεσημβρινόν τούτον μικρόν
λιμένα, ο παγκρατής χιονόμαλλος βασιλεύς του χειμώνος.
Από το άλλο μέρος του δρόμου,
αριστερά εις τον ανερχόμενον, δίπλα εις το σπίτι του γερο-Παγούρη, και
αντικρύζουσα με το του Χατζή Παντελή, υψούτο ατελείωτος οικοδομή, με τέσσαρας
τοίχους ορθούς μέχρι του πατώματος, με τας ξυλώσεις χασκούσας έως της οροφής,
με την στέγην καταρρέουσαν, με φαιούς και φθειρομένους τους τοίχους, την οποίαν
η εγκατάλειψις, ο άνεμος και η βροχή είχον καταστήσει ερείπιον και χάλασμα. Τα
παιδία, όσα κατήρχοντο την μεσημβρίαν από το εν σχολείον και όσα ανήρχοντο την
εσπέραν από το άλλο, διά να αφήσωσι τα βιβλία εις την οικίαν, κλέψωσι τεμάχιον
άρτου από το ερμάριον και τρέξωσιν ακράτητα διά να παίξωσιν εις τον αιγιαλόν,
της έρριπτον αφθόνους πέτρας, διά να την εκδικηθώσι την ημέραν δι' όσον τρόμον
τούς επροξένει την νύκτα, όταν ετύχαινε να περάσωσιν. Οι παπάδες, όταν
επέστρεφαν την παραμονήν των Φώτων εν σώματι από την οικία του δημάρχου, με
τους σταυρούς και τας φωτιστήρας των, αγιάζοντες οικίας, δρόμους και μαγαζιά,
και διώκοντες τους σκαλικαντζάρους, ελησμόνουν να ρίψωσι μικράν σταγόνα
αγιασμού και εις την άτυχην εγκαταλελειμμένην οικίαν, την οποίαν δεν είχε χαρεί
ο οικοκύρης όστις την έκτισε, και ήτις δεν είχεν αξιωθεί ν' απολαύσει την
οικοκυράν της. Τοιαύτη οικία επόμενον ήτο να γίνει κατοικητήριον των
φαντασμάτων, άσυλον ίσως των βρυκολάκων, και ίσως ορμητήριον και τόπος
συγκεντρώσεως των τυράννων της ώρας ταύτης, των σκαλικαντζάρων.
***
Δεν είχεν αξιωθεί ν' απολαύσει
την οικοκυράν της. Ο καπετάν Γιαννάκος ο Συρμαής, ανήρ αισθηματικός και
γενναίος, «μερακλής» όσον κανείς άλλος εκ των συγχρόνων του, είχε ερωτευθεί
ποτέ εις το Σταυροδρόμι την Κοκκώνα-Αννίκαν, ωραίαν, υψηλήν, με χρυσόξανθα
μαλλιά, λευκήν και με χαρακτήρας λεπτοτάτους, με βλέμμα το οποίον κάτι έλεγε
στην καρδιά. Ο πλοίαρχος ηρραβωνίσθη εν τη Βασιλευούση, και κατήλθε με το
καράβι εις την πατρίδα, όπου παρήγγειλε να του κτίσουν, με σχέδιον κομψόν και
ασύνηθες έως τότε εις την πολίχνην, την μικράν ωραίαν οικίαν, σκοπεύων με το
πρώτον ταξίδιον να φέρει έπιπλα από την Βενετίαν, διά να ευτρεπίσει, να
στολίσει την νεόκτιστον οικίαν και την κάμει αξίαν της αβράς Κοκκώνας, την
οποίαν εμελέτα να φέρει από την Πόλιν. Αλλ' η οικία δεν έμελλε να τελειώσει και
η Κοκκώνα δεν έμελλε να κατέλθει. Η Κοκκώνα, οκτώ μήνας μετά την μνηστείαν,
απέθνησκε φθισική εις το Σταυροδρόμι, και η οικία έμεινεν ατελείωτη, έρημη και
άχαρη, ανά τον λιθόστρωτον ανηφορικόν δρόμον, σιμά εις τον κρημνώδη βράχον. Ως
αόρατος δε επιγραφή επί του μετώπου της καταρρευούσης οικίας, ως αόριστος
τραγική ειρωνία επί της τύχης της, έμενε το όνομα «της Κοκκώνας το Σπίτι».
Μνημούρια του Φερίκ-κιοΐ κι'
ολόρθα κυπαρίσσα...
Έχασα
την αγάπη μου και λαχταρώ περίσσα.
Την εσπέραν εκείνην, παραμονήν
των Χριστουγέννων του έτους 185... δύο παιδία κατήρχοντο με ζωηρά βήματα το
λιθόστρωτον και οι πόδες των, ασυνήθιστοι εις τα πέδιλα τα οποία είχον φορέσει
ίσως εκτάκτως την εσπέραν εκείνην, έκαμνον μέγαν κρότον επί των πλακών του
εδάφους. Αμφότεροι εκράτουν ελαφράς ράβδους. Ο εις εκράτει φανόν με την άλλην
χείρα. Ήτο εβδόμη ώρα. Νυξ αστροφεγγής και ψυχρά. Σφοδρός άνεμος κατήρχετο
παγετώδης από τα χιονισμένα βουνά. Ο άνεμος έκαμνε τα σφικτοκλεισμένα παράθυρα
και τας κλειδομανδαλωμένας θύρας να στενάζωσιν υπό την ψυχράν πνοήν του. Τα
παιδία εμάλωναν ως δύο γνήσιοι φίλοι.
— Εγώ είδα π' σόδωκε ένα
εικοσιπενταράκι, βρε Αγγελή, έλεγε το εν.
— Όχι, μα το θεριό, έλεγε το
άλλο· μια πεντάρα μόδωκε. Νά τηνε.
Και εδείκνυε μεταξύ των δακτύλων
του μίαν πεντάραν.
— Όχι, επέμενε το άλλο, το
οποίον εκράτει το φανάριον. Το είδα εγώ που ήταν εικοσιπενταράκι· δε με γελάς.
— Όχι, μα την παναγίδα, βρε
Νάσο. Μια πεντάρα, σου λέω.
— Μ' αφήνεις να σε ψάξω;
— Θα σ' πέσει το φανάρι.
Διά μιας ο Νάσος άφησε το φανάρι
καταγής και ητοιμάζετο να ψάξει τον Αγγελήν. Είχον λάβει το μέτρον, επειδή δεν
ενεπιστεύοντο αλλήλους (ήσαν δεκαετείς την ηλικίαν), ευθύς άμα κατήρχοντο από
εκάστην των οικιών, όπου ανέβαινον κι ετραγουδούσαν τα Χριστούγεννα, να
κάμνωσιν ευθύς μερίδιον πεντάρα και πεντάρα και κανείς εκ των δύο να μην είναι
κάσσα μέχρι τέλους της επιχειρήσεως. Αλλά την τελευταίαν φοράν ο Νάσος είχε
υποπτευθεί τον Αγγελήν.
Εν τη θέρμη της λογομαχίας των,
είχον λησμονήσει ότι έφθασαν ήδη εις το στενόν του λιθοστρώτου, του άγοντος εις
την επάνω συνοικίαν, και ευρίσκοντο υποκάτω εις το σπίτι της Κοκκώνας, όπου
έβγαιναν φαντάσματα. Εκεί είχον σταματήσει και ο Νάσος ήρχισε να ψάχνει τον
Αγγελήν.
Ο Αγγελής, ενόσω ο άλλος ηρεύνα
τα θυλάκια της περισκελίδος του, ίστατο αδιάφορος, αλλ' άμα η χειρ ανήλθε και
ήρχισε να ψαύει τον κόλπον, έπιασεν ο ίδιος το γελέκον του αριστερά προς την
μέσην, και το έσφιγγε με όλην την δύναμιν του, εμποδίζων την χείρα του φίλου
του να φθάση έως εκεί.
— Δεν μ' αφήνεις να σε ψάξω!
— Άφησέ με! Δεν έχω τίποτε.
— Είσαι ψεύτης!
Ο Αγγελής ύψωσε απειλητικήν
χείρα.
— Είσαι ψεύτης και κλέφτης!
Ελαφρός κόλαφος ηκούσθη, και
συγχρόνως φωνή παραδόξου όντος μελανού την όψιν, με μαλλιά ανατσουτσουρωμένα,
με αλλόκοτα ράκη ως ενδυμασίαν, αντήχησε:
— Τί μαλώνετε, βρε;
***
Τα δύο παιδία αφήκαν συγχρόνως
διπλήν πεπνιγμένην κραυγήν και εδοκίμασαν να τραπώσιν εις φυγήν, αφήνοντα το
φανάριον καταγής. Αλλά το παράδοξον ον με τον πόδα ανέτρεψε το φανάριον, το
οποίον έσβησεν ευθύς, και με τας δύο χείρας συνέλαβεν από τους βραχίονας τα δύο
τρέμοντα παιδία.
— Ποιος είναι κάσσα, βρε;
Τα δύο παιδία ήσπαιρον κ'
εδοκίμαζαν να φύγουν.
— Μη φοβάστε, δεν σας τρώω.
Δώστε μου τους παράδες σας, για να μη μαλώσετε και σκοτωθήτε. Καλά που βρέθηκα
εδώ και σας γλύτωσα.
Έψαξε τες τσέπες των δύο
παιδίων, και συγχρόνως τα έσυρε προς την θύραν του ισογείου της κατηρειπωμένης
οικίας οπόθεν είχεν εξέλθει, ως φαίνεται, το παράδοξον ον. Εκεί έβαλε τον Νάσον
υπό κράτησιν όπισθεν της θύρας, ωχύρωσε το άνοιγμα με το ίδιον σώμα του και
έψαξεν εν ανέσει τον Αγγελήν. Εύρε δεκαπέντε ή είκοσι πεντάρες και δεκάρες εις
τα θυλάκια. Είτα έψαξε τον Νάσον, εύρεν άλλα τόσα και εις αυτού το θυλάκιον.
Ακολούθως απέπεμψε τα δύο παιδία.
— Πηγαίνετε τώρα, και μη
φοβάσθε. Άλλη φορά να μην μαλώνετε.
***
Ο Γιάννης ο Παλούκας δεν είχε
πώς να μεθύσει και πώς να εορτάσει τα Χριστούγεννα, εκείνην την χρονιά. Ήτο
συνήθως άεργος, και οι τεμπέλικες μικροδουλειές, τας οποίας εξετέλει κάποτε,
πότε κουβαλών νερό με την στάμναν εις τας οικίας, πότε υπηρετών τους κηπουρούς,
τους αλωνιστάς και τους εργάτας των ελαιοτριβείων, πότε βοηθών τους γριπάρηδες
εις την ανέλκυσιν του μακρού ατελειώτου γρίπου επί της μεγάλης άμμου εις τον
αιγιαλόν, δεν τον είχαν «σηκώσει» κατά το έτος εκείνο. Τί να κάμει; Πώς να
περάσει τέτοια χρονιάρα μέρα; Τί εσοφίσθη;
Της Κοκκώνας το σπίτι, το οποίον
εφοβούντο τα παιδία της πολίχνης, και το οποίον δεν αγίαζαν οι παπάδες όταν
κατήρχοντο από την άνω συνοικίαν με τους σταυρούς, ήτο κατάλληλος σταθμός διά
να κρυβεί κανείς και να περάσει ως σκαλικάντζαρος, επειδή το καλούσαν οι μέρες,
αφού μάλιστα χάριν των ημερών αυτών θα το έκαμνε και ο Παλούκας. Από εκεί θα
επερνούσαν όλα τα παιδία της κάτω ενορίας, δηλαδή τα δύο τρίτα των παιδιών του
χωριού, εις το γύρισμά των από την επάνω ενορίαν, ότε θα είχαν ικανά κέρματα εις
τα θυλάκιά των. Ο Παλούκας δεν εσκέφθη περισσότερον.
Έλαβε παλαιόν σιδηρούν τηγάνιον,
εμουντζουρώθη όλος εις το πρόσωπον —μετέθεσε, το επ' αυτώ δύο μήνας πρωιμώτερα
την Αποκριάν— εφόρεσε παλαιά ράκη τα οποία επρομηθεύθη κάπου, και απελθών, άμα
ενύκτωσεν, εξεκάρφωσεν αθορύβως τας παλαιάς σανίδας, τας σχηματιζούσας χιαστί
πρόχειρον φραγμόν εις το ισόγειον της ερήμου κατοικίας της Κοκκώνας, και εχώθη
μέσα. Μίαν ώραν ύστερον κατήλθε διά του λιθοστρώτου, η πρώτη συνωρίς των
αδόντων παιδίων, ο Νάσος και ο Αγγελής. Είδομεν πώς ήλθαν βολικά τα πράγματα,
και πώς ο Παλούκας κατώρθωσε μάλιστα να περάση ως ειρηνευτής μεταξύ των παιδίων
που εμάλωναν.
Αφού ο Νάσος και ο Αγγελής
ετράπησαν εις φυγήν, αισθανόμενοι φεύγον το έδαφος υπό τους πόδας των, κατήλθον
άλλα παιδία, είτα άλλα. Ο Παλούκας ήκουε μακρόθεν τον κρότον των βημάτων των,
τας ευθύμους φωνάς των, και εψιθύριζε:
— Μας έρχεται άλλη ζυγιά.
Η τελευταία ζυγιά ήτις κατήλθε,
συνίστατο από τον Στάμον και από τον Αργύρην, δύο φρονίμους παίδας. Ούτοι δεν
εμάλωναν, αλλ' εσχεδίαζαν μεγαλοφώνως τί να τα κάμουν τα λεπτά εκείνα που θα
εμάζωναν εκείνην την βραδιάν.
— Να φτιάσωμε κι ένα σκεπαρνάκι,
βρε.
— Να κόψουμε μια λεύκα.
— Να πάρουμε φλαμούρι, να
κάμουμε καράβι.
— Να βγάλουμε από τον πεύκο τ'
Αλμπάνη την καρίνα και τα στραβόξυλα.
— Εσύ θα είσαι μαραγκός, κι εγώ
πρωτομάστορας.
— Βρε! καλώς τους μαστόρους,
ηκούσθη έξαφνα μία φωνή.
Ο Παλούκας είχεν εξορμήσει,
τρίτην ή τέταρτην φοράν, από την κρύπτην του.
Ο Στάμος και ο Αργύρης αφήκαν
πεπνιγμένην κραυγήν και ηθέλησαν να φύγουν. Αλλ' ο Παλούκας εφήρμοσε την
μέθοδόν του, και τους ελήστευσε.
— Είναι άλλη ζυγιά; ηρώτησεν
είτα.
Τα παιδία τον εκοίταζαν με
απλανή όμματα, απολιθωμένα από τον φόβον. Αλλ' ο Στάμος, όστις ήτο δωδεκαετής
και ξυπνητός, ενόησε εν τω μεταξύ ότι δεν ήτο φάντασμα. Ο φόβος του εμετριάσθη,
και μετέδωκε θάρρος και εις τον Αργύρην.
— Είναι κι άλλη ζυγιά;
επανέλαβεν ακαταλήπτως ο παράδοξος άνθρωπος.
— Τί ζυγιά; ηδυνήθη ν' αρθρώσει
ο Στάμος.
— Είναι άλλα παιδιά να κατεβούν,
απ' τον απάνω μαχαλά;
— Δεν ξέρω, είπεν ο Στάμος.
Την φοράν ταύτην, ο Παλούκας
είχεν ολιγωρήσει να σβήσει τον φανόν, διότι εκ της μέχρι τούδε πείρας του
επείσθη ότι δεν θα τον ανεγνώριζαν τα παιδία. Αλλ' ο Στάμος τον εκοίταξε τόσον
καλά, ώστε «εγύριζε μες στο νου του» ότι κάποιος ήτον και δεν απείχε πολύ του
να τον αναγνωρίσει.
— Πέστε μου, βρε, αν είναι κι
άλλη ζυγιά, επέμεινεν ο Παλούκας.
— Δεν ξέρουμε, επανέλαβεν ο
Στάμος.
Τέλος ο Παλούκας αφήκε τα παιδία
ελεύθερα.
***
Παρήλθον δέκα λεπτά της ώρας,
και γενναίον πετροβόλημα ήρχισε να δέρνει την στέγην, τας ξυλώσεις, και τας
δοκούς του αφατνώτου πατώματος της ερήμου κατοικίας. Πολλοί λίθοι, με υπόκωφον
δούπον, διερχόμενοι διά των δοκών, και άλλοι διά της θύρας έπιπτον εις το
έδαφος του ισογείου.
Στράτευμα παιδίων είχεν
εξορμήσει από το προαύλιον του ναού των Τριών Ιεραρχών, τριακόσια ή τετρακόσια
βήματα απέχοντος, και εξετέλει φοβεράν έφοδον κατά του ασύλου του
Σκαλικαντζάρου.
Τα πρώτα ληστευθέντα παιδία, ο
Νάσος και ο Αγγελής, αφού έφθασαν ασθμαίνοντα εις την μικράν πλατείαν την
έμπροσθεν του ναού, μη έχοντα πλέον διά τί πράγμα να μαλώσωσιν, έκαμαν αγάπην.
Μετά φιλικωτάτην δε συζήτησιν εκ συμφώνου, απεφάνθησαν ότι το παράδοξον ον, το
οποίον τους επήρε τα λεπτά, αφού δεν τους επήρε ούτε την φωνήν ούτε τον νουν
των, θα ειπεί ότι δεν ήτον φάντασμα, ούτε βρυκόλακας, και αφού δεν εδοκίμασε να
τους φάγει, θα ειπεί ότι δεν ήτον ούτε σκαλικάντζαρος. Τί άλλο θα ήτον λοιπόν;
Θα ήτον άνθρωπος, χωρίς άλλο.
Η δευτέρα ζυγιά των παιδίων
έφθασε μετ' ου πολύ, είτα η τρίτη και η τετάρτη. Τέλος ο Στάμος, όστις ήλθε
τελευταίος μετά του Αργύρη, επρότεινε και όλοι εψήφισαν να εκτελέσωσι τακτικήν
νυκτερινήν έφοδον κατά της οικίας.
Ο Παλούκας, την στιγμήν εκείνην,
εδίσταζε, και είχεν αποφασίσει πλέον ν' αποσυρθεί αφού είχε κάμει αρκετήν
λείαν, όση θα ήρκει διά να μεθύσει την ημέραν των Χριστουγέννων, ως και την
ημέραν των Επιλοχίων, και την του αγίου Στεφάνου ακόμη. Ενώ δε ήτο έτοιμος να
φύγει και πάλιν έμενεν, επήλθεν η πρώτη πυκνή χάλαζα των λίθων.
— Νά μια ζυγιά! εφώναξε
φιλέκδικος ο Στάμος.
— Νά μια ζυγιά! επανέλαβον εν
χορώ τα παιδία.
Πέντε δευτερόλεπτα πρότερον αν
απεφάσιζεν ο Παλούκας να φύγει, θα ήτο ήδη εκτός βολής. Δυστυχώς ήτο αργά τώρα.
Απεφάσισε ν' αρπάξει μίαν
σανίδαν και μεταχειριζόμενος αυτήν ως σπάθην άμα και ως ασπίδα να εκτελέση
έξοδον διασχίζων τας τάξεις του εχθρού. Αλλά δευτέρα ραγδαιοτέρα χάλαζα λίθων
τον έκαμε να οπισθοδρομήσει με δύο πληγάς εις την κνήμην και εις τον βραχίονα.
— Νά κι άλλη ζυγιά! εφώναξεν
αδιάλλακτος ο Στάμος.
— Νά κι άλλη ζυγιά! ηλάλαξαν τα
παιδία.
Ο Παλούκας εκόλλησεν εις την
εσωτέραν γωνίαν του ισογείου, στηρίξας τα νώτα εις τον τοίχον, ζαρωμένος υπό
τινά δοκόν του πατώματος, σύρριζα εις τον τοίχον βαλμένην. Αλλά κι' εκεί, μέγας
λίθος, κτυπήσας επί του τοίχου, ελόξευσε και τον έπληξε μετά μετρίας βίας εις
τον ώμον.
— Βρε! από σπόντα, εμορμύρισε
γελών ακουσίως ο Παλούκας.
Ευτυχώς δι' αυτόν, οι εχθροί δεν
απεφάσισαν να έλθωσιν έως την θύραν του ισογείου. Λείψανον φόβου υπήρχεν ακόμη,
φαίνεται, εις το βάθος του παιδικού θράσους.
Τέλος, επειδή η μάχη
παρετείνετο, ο Παλούκας, μετά φρόνιμον σκέψιν, απεφάσισε ν' αναρριχηθεί εις τον
τοίχον (εγνώριζε πού υπήρχαν οπαί από τα ικρία και τες ξυλωσιές της οικοδομής)
πατών από οπήν εις οπήν. Το έκαμε ταχέως και επιτυχώς, και αφού έφθασεν εις το
πάτωμα, αόρατος εις τον εχθρόν όπισθεν λειψάνου ξυλοτοίχου, αποφασιστικώς
επήδησεν από το άλλο μέρος, εντός του εδάφους της αυλής του γερο-Παγούρη.
Ήτον ώς δύο μπόγια υψηλά, όχι
περισσότερον. Διότι το έδαφος ήτο υψηλότερον κατά τρεις ή τέσσαρας σπιθαμάς
έσωθεν του αυλογύρου.
Ο Παλούκας έπεσε βαρύς,
εκτύπησεν εις το γόνυ, ανετράπη, ανωρθώθη, έψαυσε τα μέλη του, και βεβαιωθείς
ότι δεν του είχε σπάσει κανέν κόκκαλον, ετράπη εις φυγήν, τρέχων από το άλλο
μέρος του αυλογύρου, όπου ήξευρεν ότι ο περίβολος εκλείετο από απλούν φράκτην,
συγκοινωνών προς την αυλήν συγγενικής οικίας.
Ο δούπος της πτώσεώς του ηκούσθη
εκείθεν του τοίχου της αυλής.
Ο Στάμος εφώναξε «εμπρός!» και
δοκιμάσας το μάνδαλον της θύρας του αυλογύρου, είδεν ότι η θύρα ήτο ανοικτή.
Εισώρμησε πρώτος και τα άλλα παιδία τον ηκολούθησαν.
Η φωνή του Παλούκα συνωδεύθη,
εκτός του δούπου της πτώσεώς του, και από άλλον κρότον, κρότον μεταλλικόν.
Λεπτά τού είχαν πέσει από την τσέπην.
Ο Παλούκας δεν εγύρισεν οπίσω να
τα μαζέψει.
Ο Αγγελής, εν των παιδίων,
ήκουσε ζωηρότατα τον μεταλλικόν κρότον, αγροίκησε πολύ καλά το μέρος εις το
οποίον είχον πέσει τα κέρματα, και κύψας και ψηλαφών ήρχισε να τα μαζώνει με
την φούχταν, ενώ τα άλλα παιδία έτρεχαν κατόπιν του φεύγοντος Παλούκα, ρίπτοντα
λίθους και κράζοντα:
— Νά, κι άλλη ζυγιά! Νά, κι άλλη
ζυγιά!
***
Κρότος παραθύρου ανοιγομένου
ηκούσθη ήδη εις τον οικίσκον του γερο-Παγούρη, όστις ακούσας την ακατανόητον
έφοδον, την γενομένην την νύκτα εκείνην εις τον αυλόγυρον του, ήνοιγε το
παράθυρον και ηρώτα έκπληκτος:
— Τί είναι; Τί τρέχει;... Ποιος
είναι;... Ποιοι είστε;... Ε! δεν ακούτε!
Ενώ ο Αγγελής είχε μαζέψει ήδη
όλα τα λεπτά όσα ηύρε, και έφευγεν διά της μεσημβρινής θύρας, και τα άλλα
παιδία πέραν του βορεινού φράκτου, κατεδίωκον εις τον βρόντο τον Παλούκαν, όστις
είχε γίνει άφαντος ήδη, επαναλαμβάνοντα:
— Νά, κι άλλη ζυγιά! Νά, κι άλλη
ζυγιά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου