Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Δημοσιογραφία εκτός ορίων;


Το Βήμα, Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012
Νέες Εποχές: Δημοσιογραφία εκτός ορίων;

Διαβάστε με προσοχή τα κείμενα κείμενα[1]  που έχουν όλα ως αφορμή τη φάρσα 2 ραδιοφωνικών παραγωγών σε βάρος μίας νοσοκόμας, με σκοπό την αποκάλυψη πληροφοριών για την εγκυμοσύνη της δούκισσας του Κέιμπριτζ. Η νοσοκόμα, μην αντέχοντας την κατακραυγή των βρετανικών ΜΜΕ για το λάθος της, αυτοκτόνησε. Να επισημάνετε:
1. α) Ποια κατεύθυνση πήρε ο προβληματισμός του κάθε αρθρογράφου; (Αλλιώς: ποια συγκεκριμένη πτυχή των συναφών ζητημάτων τον απασχόλησε;) β) Ποια είναι η θέση του κάθε αρθογράφου απέναντι στο πρόβλημα που τον απασχολεί; Να επισημάνετε τα αντίστοιχα χωρία.
2.  α) Ποια η λειτουργία του κάθε τίτλου σε σχέση με το περιεχόμενο του άρθρου; (προϊδεάζει; επισημαίνει τον κεντρικό προβληματισμό του άρθρου ή τι άλλο;) β) Για κάθε άρθρο να γράψετε 2 δικούς σας τίτλους, έναν ενημερωτικό/ κατατοπιστικό και έναν στον οποίο θα υπάρχει έντονη χρήση της ποιητικής λειτουργίας της γλώσσας με σκοπό να προκαλέσει το ενδιαφέρον.
3. Με ποιον τρόπο επιχειρεί να πείσει το κάθε κείμενο; (επίκληση στη λογική, το συναίσθημα, την αυθεντία;) Να δώσετε χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Α. Δημ.Κ. Ψυχογιός: Από το σαλόνι στην κρεβατοκάμαρα
Πολύ συχνά οι δημοσιογράφοι βρίσκονται αντιμέτωποι με δύο είδη ορίων: αυτά που αφορούν το κράτος και αυτά που αφορούν διασημότητες και κοινούς πολίτες. Ενώ θεωρητικά το κράτος θα έπρεπε, ως το κατεξοχήν δημόσιο κτήμα, να είναι απολύτως διαφανές στους πολίτες, υπάρχουν καλά κρυμμένα κρατικά μυστικά που μπορούν να αφορούν είτε την άμυνα της χώρας είτε τα ονόματα αυτών που διορίζονται στη Βουλή ή τα ονόματα που περιέχονται στη Λίστα Λαγκάρντ. Το κράτος διαθέτει την τεχνογνωσία και τη δύναμη να προστατεύει τα μυστικά του και να προσπαθεί να μάθει μέσω κατασκόπων τα μυστικά άλλων κρατών. Τα μέσα επικοινωνίας δεν διαθέτουν κατασκοπευτικές υπηρεσίες, μπορούν να διεισδύσουν σε αυτά μόνο λόγω των συγκρούσεων που υπάρχουν μέσα στο ίδιο το κράτος: κάποιος υπάλληλος ή πολιτικός που τα συμφέροντά του (μερικές σπάνιες φορές και οι αξίες του) θίγονται από τις κρατικές πρακτικές, τις αποκαλύπτει στον δημοσιογράφο.
Ο χαρακτηρισμός «Τέταρτη Εξουσία» για τα μέντια, στην πραγματικότητα αποτελεί κανάκεμά τους από τις πραγματικές κρατικές εξουσίες: τα μέντια μπορούν να παίξουν τον ρόλο τους μόνο επωφελούμενα από τις συγκρούσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό τους. [Το ίδιο ισχύει σε σημαντικό βαθμό και για τους μεγάλους απρόσωπους φορείς όπως είναι οι επιχειρήσεις, οι εκκλησίες, ή και οι ποδοσφαιρικές ομάδες, αν και αυτές δεν προστατεύονται από την κατασταλτική νομοθεσία που απαγορεύει και τιμωρεί τη δημοσίευση κρατικών μυστικών.] Σε ό,τι αφορά λοιπόν τους ισχυρούς κοινωνικούς θεσμούς, τα δημοσιογραφικά όρια τίθενται από αυτούς και είναι διαρκής η προσπάθεια των μέσων να τα υπερβούν - και κατά τη γνώμη μου πολύ καλά κάνουν.
Με τους πολίτες, άσημους και διάσημους, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: είναι εξαιρετικά δύσκολο να φωτογραφίσεις απόρρητα έγγραφα υπουργείων, ενώ αρκεί καλός τηλεφακός για να φωτογραφηθεί η τάδε σταρ ή η δείνα πριγκίπισσα μισόγυμνη αγκαλιά με τον καλό της. Υπάρχουν και σε αυτές τις περιπτώσεις συνέπειες για τα μέσα που παραβιάζουν την ιδιωτικότητα, υπάρχουν παντού νόμοι λιγότερο ή περισσότερο αυστηροί που προστατεύουν τους πολίτες απέναντι στα μέσα. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις, όπως στη χώρα μας, που στην πραγματικότητα επιδιώκεται ο έλεγχος των μέσων και η προστασία των πολιτικών: ο νόμος περί «δυσφήμισης δια του τύπου» χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους πολιτικούς για να πιέσουν δημοσιογράφους και έντυπα, για τούτο και σχετικές αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων ανατρέπονται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αλλά κατά κανόνα η σχέση δύναμης είναι ανεστραμμένη, τα μέσα είναι ισχυροί θεσμοί σε σχέση με τους πολίτες, αυτά θέτουν τα όρια και όχι εκείνοι.
Τα όρια αυτά προσπαθούν να τα θεσπίσουν κανόνες δεοντολογίας που υιοθετούν τα ίδια τα μέσα για τον εαυτό τους και τους συντάκτες τους ή επαγγελματικές ενώσεις ή και κρατικοί θεσμοί στα αυταρχικά καθεστώτα. Η σκανδαλοθηρία όμως γύρω από διάσημα πρόσωπα της πολιτικής, του χρήματος, του θεάματος είναι χαρακτηριστικό όλων των μεγάλης κυκλοφορίας λαϊκών εφημερίδων εδώ και 200 χρόνια σχεδόν. Το κοινό διψάει για ειδήσεις που αφορούν πρόσωπα που λατρεύει ή μισεί, αυτή την κοινωνική πραγματικότητα δεν την δημιούργησαν τα μέντια, ήρθαν να καλύψουν την ανάγκη που υπήρχε. Ουσιαστικά πρόκειται για δημόσιο κουτσομπολιό, που όπως και το ιδιωτικό γίνεται είτε με καλές είτε με κακές προθέσεις.
Κατά την άποψή μου εδώ δεν έχουν εφαρμογή νόμοι και δεοντολογίες αλλά απλή βασική αρχή: όποιος βάζει δημοσιογράφους στο σαλόνι του, γρήγορα θα τους βρει και στο μπάνιο του, στην κρεβατοκάμαρά του, ίσως και στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του ή του νοσοκομείου του. Αν κάποιος πολιτικός χρησιμοποιεί ως στοιχείο της δημοτικότητάς του το ότι έχει όμορφη σύζυγο και χαριτωμένα παιδιά που διαπρέπουν στις σπουδές τους και τροφοδοτεί τους δημοσιογράφους με σχετικές ειδήσεις, δεν έχει το δικαίωμα να διαμαρτύρεται αν γίνει γνωστό ότι έχει ερωμένη ή ότι η η σύζυγός του είναι αλκοολική. Η δημοσιότητα είναι δίκοπο μαχαίρι, όταν την επιδιώκεις μπορεί να στραφεί εναντίον σου.
[Οταν το Μπάκιγχαμ ενημερώνει τον κόσμο όλον για την εγκυμοσύνη της δούκισσας του Καίμπριτζ, μπορεί και να το θεωρεί κρατική υπόθεση, αφού το έμβρυο μπορεί να είναι ο μελλοντικός βασιλέας της Αγγλίας. Αλλά για το παγκόσμιο κοινό το θέμα είναι αντίστοιχο με την πιθανή εγκυμοσύνη της Νάταλι Πόρτμαν. Το ερώτημα είναι ως προς τα μέσα της δημοσιότητας: τηλεφωνεί κανείς σε νοσοκομείο για να υποκλέψει πληροφορίες -  ενώ το πρωτόκολλο απαιτεί να τεθεί ερώτημα στο γραφείο τύπου του δούκα;
Το ζήτημα δεν θα μας είχε απασχολήσει παρά ως κακόγουστη φάρσα, αν δεν είχε αυτοκτονήσει η εύπιστη νοσοκόμα. Το να τηλεφωνείς σε απλούς ανθρώπους για να τους εξευτελίσεις με όσα πουν είναι αθλιότητα, που συνέβαινε και στη χώρα μας. Το να τηλεφωνήσεις με ψεύτικο όνομα σε διασημότητες με διάπλατες τις πόρτες των σαλονιών τους, κατά τη γνώμη μου είναι συνέχεια του παιχνιδιού.] Και από όσο φαίνεται η άτυχη νοσοκόμα δεν αυτοκτόνησε επειδή την ξεγέλασαν οι δημοσιογράφοι και «πρόδωσε» τη δούκισσα αλλά επειδή την επέπληξαν σκαιότατα οι προϊστάμενοί της, που εισέπραξαν τη δυσφορία του Μπάκιγχαμ επειδή δεν διαφύλαξαν επαρκώς τα κρατικά μυστικά. Το πρόβλημα δηλαδή είναι ότι σε αυτούς τους ευτελείς κουτσομπολίστικους αγώνες θετικής ή αρνητικής δημοσιότητας, μπορεί να υπάρχουν αθώα παράπλευρα θύματα.

Β. Ν. Μπακουνάκης: Η ηθική της κρυφής κάμερας
Η παραπλάνηση των πηγών μέσα από τη μεταμφίεση ή την απόκρυψη της ταυτότητας των δημοσιογράφων είναι ένα από τα στοιχεία κυνισμού που έφεραν στην ελληνική δημοσιογραφία το ιδιωτικό ραδιόφωνο και η ιδιωτική τηλεόραση μετά το 1989. Τα παραδείγματα είναι πολλά και αν αναφέρουμε κάποια («Κακά παιδιά» στο ραδιόφωνο, Μάκης Τριανταφυλλόπουλος στην τηλεόραση) είναι για λόγους τεκμηριωτικούς. Οι περισσότερες περιπτώσεις καταγράφονται στο «αθώο» πεδίο της φάρσας, μολονότι η φάρσα των αυστραλιανών ραδιοφωνικών παραγωγών οδήγησε έναν άνθρωπο στον θάνατο. Αλλά και πολλές από αυτές που καλύφθηκαν υπό τον μανδύα της προστασίας του δημόσιου συμφέροντος ή του συμφέροντος των πολιτών κατέληξαν σε φάρσα μόνο και μόνο για τα νούμερα της τηλεθέασης. Αρκεί να θυμηθούμε εκείνη την περίπτωση με τα σπιτικά ντολμαδάκια που αποκαλύφθηκαν... κονσέρβας. Τόσες κρυφές κάμερες για έναν ντολμά.
Η παραπλάνηση των πηγών μέσα από την πρακτική της μεταμφίεσης και της απόκρυψης της ταυτότητας δεν είναι βέβαια καινούργια υπόθεση. Στο Annenberg Theater, την αίθουσα τρισδιάστατων  προβολών του νέου μουσείου για τις ειδήσεις και τη δημοσιογραφία στην Ουάσιγκτον, του Newseum, μία από τις ταινίες που προβάλλονται αποθεώνει τη δημοσιογράφο Νέλι Μπλάι. Στα τέλη του 19ου αιώνα η Νέλι Μπλάι, υποδυόμενη την ψυχικά άρρωστη, κατόρθωσε να μπει και να ζήσει για μερικές ημέρες σε ένα άσυλο γυναικών. Το ρεπορτάζ της «Ten Days in a Mad-House», που δημοσιεύτηκε σε μία από τις εφημερίδες του εκδότη Πούλιτζερ, θεωρήθηκε τόσο αποκαλυπτικό που συνέβαλε στην αλλαγή όλου του πλαισίου (και του θεσμικού) λειτουργίας των ασύλων. Η ιστορία της Μπλάι θεωρείται  ότι δημιούργησε ένα νέο είδος ρεπορτάζ, το ερευνητικό. Παρ' όλα αυτά, χαρακτηρίστηκε stunt reporting (εντυπωσιοθηρικό), μολονότι εκείνη την εποχή η δημοσιογραφική δεοντολογία ήταν κάτι άγνωστο.
Η δεοντολογία και η ηθική ήταν από τα μείζονα θέματα της πρακτικής της δημοσιογραφίας στη διάρκεια του 20ού αιώνα - που θεωρείται και ο αιώνας της δημοσιογραφίας. Ο κανόνας της διαφάνειας, μέσα στον οποίο περιλαμβάνεται η απαγόρευση της παραπλάνησης των πηγών και της μεταμφίεσης, είναι πολύ ψηλά στους κώδικες δεοντολογίας. Παρ' όλα αυτά, η μεταμφίεση ως πρακτική συνεχίστηκε και συνεχίζεται. Εντάθηκε ιδιαίτερα στην τηλεόραση μέσα από τη χρήση της αθέατης ή της μικροσκοπικής κάμερας. Πολλοί από τους δημοσιογράφους που καταφεύγουν σ' αυτή την πρακτική τη συγκρίνουν, για να δικαιολογηθούν, με την πολιτική απειθαρχία προκειμένου να θέσουν σε δοκιμασία πρόσωπα και θεσμούς που πάσχουν ή που παρανομούν. Αλλά η πρακτική είναι σαφώς αντιδεοντολογική. Και οι καταγραμμένες υπερβολές, τόσο ως προς τις μεθόδους όσο και ως προς το αποτέλεσμα, έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις για το πότε η παραπλάνηση των πηγών, κυρίως με τη μεταμφίεση και τη χρήση κρυφής κάμερας,  θεωρείται θεμιτή.
Οι διαβαθμίσεις δεν λείπουν. Πάνω-πάνω υπάρχει η άποψη σύμφωνα με την οποία «η πληροφορία πρέπει να είναι ζωτικής σημασίας για το δημόσιο συμφέρον προκειμένου να δικαιολογηθεί η εξαπάτηση». Μετά υπάρχει η άποψη ότι «οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να καταφεύγουν σε μεταμφίεση εκτός αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος να βγάλουν το θέμα». Και η τρίτη ότι «οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να ενημερώνουν το κοινό τους κάθε φορά που παραπλανούν τις πηγές για να αποσπάσουν πληροφορίες και να εξηγούν τους λόγους για τους οποίους το έκαναν». Είναι φανερό ότι όλη αυτή η κλίμακα διαβάθμισης  σχετίζεται με πληροφορίες καθοριστικές για τη δημόσια ζωή και όχι για πλάκα ή για φάρσες κακών παιδιών. Αλλά και σ' αυτή την περίπτωση εγείρεται ένα μείζον θέμα: Ποιος είναι αυτός που θα κρίνει αν η αποκάλυψη της πληροφορίας είναι ζωτικής σημασίας για το δημόσιο συμφέρον; Ποιος καθορίζει το δημόσιο συμφέρον; Ο δημοσιογράφος, ο αρχισυντάκτης του, ο εκδοτικός οργανισμός;
Η κατάχρηση της  μεταμφίεσης  δεν αφήνει πάντως αδιάφορο το κοινό. Ηδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μια έρευνα του πιο έγκυρου αμερικανικού ερευνητικού οργανισμού για τη δημοσιογραφία, του Pew Research Center for the People and the Press, έδειξε ότι η κοινή γνώμη διαφωνούσε  με πρακτικές όπως «να εμφανίζονται οι ρεπόρτερ με άλλη ιδιότητα, αποκρύπτοντας ότι είναι ρεπόρτερ, να πληρώνουν πληροφοριοδότες και να χρησιμοποιούν κρυφές κάμερες η μικρόφωνα».
Σήμερα η υπόθεση τηs «News of The World», της εφημερίδας του Μέρντοκ που κατέφευγε συστηματικά σε υποκλοπές, δείχνει ότι η ανοχή σε τέτοιους είδους πρακτικές έχει εξαντληθεί. Και ο σοβαρός κλονισμός της αυτοκρατορίας του Μέρντοκ οφείλεται εν πολλοίς στις πρακτικές αυτές.


Γ. Γιωργής Γιατρωμανωλάκης: Ψευδώνυμη δημοκρατία
Πολύ συχνά η αλήθεια, μολονότι θεωρείται, τουλάχιστον κατά τη σωκρατική ερμηνεία της, μία και μοναδική, μπορεί και εμφανίζεται σε πολλές εκδοχές. Αλλάζει σκευή και μεταμφιεσμένη κυκλοφορεί με πολλά πρόσωπα. Εως ότου, κάποια στιγμή, έστω και αργά, η βολική σχετικότητα και η σοφιστεία ακυρώνονται, εκ των πραγμάτων, και φανερώνεται ποιος όντως διέπραξε το σκοτεινό έγκλημα. Ανάλογα είναι και όσα σχετίζονται με την έννοια και την ουσία της δημοκρατίας, αφού, εντέλει, όλα συνδέονται μεταξύ τους - η διαστρεβλωμένη αλήθεια συγγενεύει με τη στρεβλή δημοκρατία, την ανήθικη οικονομική πολιτική, τη στραβή Δικαιοσύνη, τη θλιβερή Παιδεία. Αυτή η εκλεκτική συγγένεια στρεβλωμένης αλήθειας και δημοκρατίας εμφανίζεται πολύ καθαρά στις μέρες μας, καθώς κυκλοφορούν πολλές μαζί δημοκρατίες. ..... Ερωτήματα: ζούμε, όντως, έναν δημοκρατικό πλουραλισμό, όπως λένε, που αφήνει όλες τις φωνές να ακουστούν και όλα τα λουλούδια να ανθίσουν; Ή, μήπως, περνούμε, χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνονται όλοι, έναν βαρύ, βαθύ, επικίνδυνο εκφυλισμό της δημοκρατίας μας; Κατά συνέπεια, μπορούν να επιτρέπονται όλα σε μια δημοκρατία, μέσα στην οποία άλλες, ψευδώνυμες, κουκουλοφόρες κάποτε «δημοκρατίες» απεργάζονται την καταστροφή της μητέρας/τροφού; Πού είναι άραγε τα όρια της δημοκρατίας, αν όντως υπάρχουν όρια;  
Η άποψή μας (και, ευτυχώς, όχι μόνο δική μας) είναι πως μέσα σε μια ευνομούμενη - όνομα και πράγμα - δημοκρατία όλες οι φωνές μπορούν να ακούγονται, όλες οι δραστηριότητες επιτρέπονται, αρκεί να τηρούνται ευλαβικά οι νόμοι. Απαρέγκλιτα, καθολικά. Είτε έχουμε να κάνουμε με κόμματα ή με ομάδες, είτε με άτομα μεμονωμένα, οι νόμοι της δημοκρατίας είναι κοινοί για όλους. Ούτε υπάρχει τίποτε ανώτερο από τους νόμους της δημοκρατίας, επειδή, πολλές φορές, μας δίνεται η εντύπωση πως έχουμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιούμε τα δημοκρατικά κατοχυρωμένα δικαιώματά μας εναντίον της ίδιας της δημοκρατίας. Αλλά - καλό είναι να το καταλάβουμε κάποτε - δεν υπάρχει κανένα αυθαίρετα προβαλλόμενο «δίκαιο του εργάτη» που να είναι πάνω από τη δημοκρατία, πάνω από το δίκαιο της ευνομούμενης δημοκρατικής πολιτείας. Δεν υπάρχει καμία κομματική «ηθική» και κομματική «αλήθεια» που να ακυρώνει τη δημοκρατική ηθική. Ολα τα δεινά που μας βαραίνουν σήμερα προέρχονται, κατά κύριο λόγο, από την υβριστική περιφρόνηση της δημοκρατικής ηθικής, από το γεγονός ότι εμείς οι ίδιοι επιτρέψαμε στον κομματικό και συνδικαλιστικό αμοραλισμό να διαφεντεύει τη δημοκρατία.
Και για να πάμε παρακάτω. Εχουμε άραγε, και ως άτομα πλέον, το δικαίωμα, καλυπτόμενοι πίσω από την ανωνυμία ή την ψευδωνυμία, φορώντας κάποτε τη μάσκα της φάρσας, να προσβάλλουμε και να υβρίζουμε άλλους, προβάλλοντας μάλιστα ως ασπίδα προστασίας μας τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της έκφρασης; Το Διαδίκτυο προσφέρει (άλλοτε ως ευλογία, άλλοτε ως κατάρα) τη δυνατότητα σε όλους μας να εκφράζουμε τις απόψεις μας ελεύθερα και ανεξέλεγκτα, να καταγγέλλουμε, να αποκαλύπτουμε, να σατιρίζουμε, να διαφωνούμε. Ποτέ άλλοτε, όσο σήμερα, ένα μόνο άτομο, όπως ένας χρήστης του Διαδικτύου, δεν είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει φωνή δική του. Ποτέ άλλοτε η δημοκρατία δεν είχε τόσες φωνές. Αλλά, την ίδια στιγμή, ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τόσους ανώνυμους υβριστές. Ποτέ άλλοτε τόσοι πολλοί δεν μπορούσαν να προσβάλλουν ανώνυμα και ατιμώρητα  άλλους.
Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα της ανωνυμίας και της ελευθεροτυπίας. Είμαστε εναντίον οποιασδήποτε λογοκρισίας. Χαιρόμαστε που το Διαδίκτυο (facebook, twitter κ.ά.) προσφέρει σε αναρίθμητους χρήστες τη δυνατότητα να εκφρασθούν ελεύθερα, ακόμη και ανώνυμα. Χωρίς φοβίες και αναστολές. Η ανωνυμία αυτή (ή η ψευδωνυμία) λίγο πρέπει να μας απασχολεί, επειδή οφείλουμε πρωτίστως να σεβόμαστε τον τρόπο με τον οποίο ο άλλος επιθυμεί να παρουσιάζει τις απόψεις του. Το θέμα, λοιπόν, το πρόβλημα είναι αλλού - κατά πόσον αυτή η προσωπίδα γίνεται ασπίδα για προσβλητική και συκοφαντική συμπεριφορά. Στην περίπτωση αυτή το αναφαίρετο δικαίωμα για ελεύθερη έκφραση του ενός στερεί από τον άλλον το αναφαίρετο επίσης δικαίωμα να υπερασπισθεί την προσωπικότητά του. Αυτή λοιπόν η ψευδωνυμία είναι επικίνδυνη. Αντιδημοκρατική, αντιδεοντολογική και κατακριτέα. Αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό είναι επικίνδυνες οι πολλές σκοτεινές, μασκαρεμένες δημοκρατίες που πάντοτε κυκλοφορούσαν στον τόπο μας, όπως κυκλοφορούν και σήμερα. Εμφανίζονται πίσω από πολλά «δημοκρατικά» προσωπεία, προκλητικές και υβριστικές. Νόθες. Μπασταρδεμένες. Επικίνδυνες για τη μάνα/τροφό δημοκρατία. Αυτή με το καθαρό, τίμιο πρόσωπο.




[1] Χωρία σε αγκύλες με μικρότερο μέγεθος γραμματοσειράς να ληφθούν οπόψη μόνο για την κατανόηση της νοηματικής αλληλουχίας του κειμένου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου