Νίκος
Εγγονόπουλος: Ξεχνιέται ο Αδόλφος Χίτλερ;
αλήθεια –των
αδυνάτων αδύνατο-
ποτέ δεν
εκατάφερα να καταλάβω
αυτά τα όντα
που δεν βλέπουνε
το τερατώδες
κοινό γνώρισμα τ’ ανθρώπου
-το εφήμερο
της
παράλογης ζωής του-
κι
ανακαλύπτουν διαφορές
-γιομάτες
μίσος-διαφορές-
σε χρώμα
δέρματος φυλή
θρησκεία.
Παραδοσιακό,
Λιανοτράγουδα
Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου
μοιάζει
ένα
που βγαίνει το πουρνό όταν γλυκοχαράζει.
Κυπαρισσάκι
μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει,
που
στέκεις πάντα δροσερό, κι ανθείς και λουλουδίζεις.
Να
’χα το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι
το
φεγγαράκι της αυγής να ’ρχόμουν κάθε βράδυ.
Αν
μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί
με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.
Της
θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω
κι
όταν σε συλλογίζομαι, τρέμω κι αναστενάζω.
Τι
να σου πω; Τι να μου πεις; Εσύ καλά γνωρίζεις
και
την ψυχή και την καρδιά εσύ μου την ορίζεις.
Εγώ
είμ’ εκείνο το πουλί που στη φωτιά σιμώνω,
καίγομαι,
στάχτη γίνουμαι και πάλι ξανανιώνω.
Σαν
είν’ η αγάπη μπιστική, παλιώνει, μηδέ λιώνει
ανθεί
και δένει στην καρδιά και ξανακαινουργώνει.
Κικής Δημουλά, Ο πληθυντικός αριθμός
Ο έρωτας
όνομα
ουσιαστικόν
πολύ
ουσιαστικόν,
ενικού
αριθμού,
γένους
ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους
ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός
αριθμός
οι
ανυπεράσπιστοι έρωτες.
Ο φόβος,
όνομα
ουσιαστικόν,
στην αρχή
ενικός αριθμός
και μετά
πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα
από δω και πέρα.
Η μνήμη,
κύριο
όνομα των θλίψεων,
ενικού
αριθμού,
μόνον
ενικού αριθμού
και
άκλιτη.
Η μνήμη, η
μνήμη, η μνήμη.
Η νύχτα,
όνομα
ουσιαστικόν, γένους θηλυκού,
ενικός
αριθμός.
Πληθυντικός
αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες
από δω και πέρα.
(του Ντύλαν Τόμας, σε μτφρ Λύντιας Στεφάνου)
Αν χάθηκαν
οι εραστές, δεν θα χαθεί η αγάπη
Κι ο
θάνατος δεν θα 'χει πια εξουσία.
Though lovers be lost love shall not;
And death shall have no dominion
|
Χρίστου Λάσκαρη Οι δύο λέξεις
Θ’ αρχίσω
με τη λέξη έρωτας
και θα
τελειώσω
με τη λέξη
χώμα.
Τις
ενδιάμεσες,
θαρρώ πως
τις μαντεύετε.
Ντίνου Χριστιανόπουλου, Η
Θάλασσα
Ἡ θάλασσα
εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς. Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους – μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις, γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα, ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες. Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι. Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει. Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα: χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.
(από το Ασμα Ασμάτων σε μτφρ Γ.Σεφέρη)
Βάλε με
σφραγίδα στην καρδιά σου,
ωσάν σφραγίδα στο μπράτσο σου· είναι δυνατή η αγάπη σαν το θάνατο και σκληρός ο πόθος σαν τον άδη· οι σπίθες της είναι σπίθες της φωτιάς, φλόγα του Θεού.
θές με ὡς
σφραγῖδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου,
ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου· ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη, σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος· περίπτερα αὐτῆς περίπτερα πυρός, φλόγες αὐτῆς· |
Οδυσσέα
Ελύτη, Το μονόγραμμα (ΙΙΙ)
Έτσι
μιλώ για σένα και για μένα
Eπειδή
σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Nα
μπαίνω σαν Πανσέληνος
Aπό
παντού, για το μικρό το πόδι σου μέσ' στ' αχανή
σεντόνια
Nα
μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Aποκοιμισμένη,
να φυσώ να σε πηγαίνω
Mέσ'
από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
στοές
Yπνωτισμένα
δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Aκουστά
σ' έχουν τα κύματα
Πώς
χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς
λες ψιθυριστά το "τί" και το "έ"
Tριγύρω
στο λαιμό στον όρμο
Πάντα
εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα
εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
πλεούμενο
Πάντα
εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Tο
βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά
στο σπίτι με τις κληματίδες
Tα
δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα
εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Tο
γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Eπειδή
σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα
εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:
Tόσο
η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Tόσο
η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Tριγύρω
η θάλασσα η δεσποτική
Kαμάρα
τ' ουρανού με τ' άστρα
Tόσο
η ελάχιστή σου αναπνοή
Που
πια δεν έχω τίποτε άλλο
Mέσ'
στους τέσσερεις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Nα
φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Nα
μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Eπειδή
το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν
τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Eίναι
νωρίς ακόμη μέσ' στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Nα
μιλώ για σένα και για μένα.
Οδυσσέα
Ελύτη, Λακωνικόν
O
καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη
μου επέστρεψε στον ήλιο.
Kείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
πέτρας και του αιθέρος,
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
Xειμώνα ελάχιστε,
H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Kαι στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Aνέλπιστου.
μου επέστρεψε στον ήλιο.
Kείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
πέτρας και του αιθέρος,
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
Xειμώνα ελάχιστε,
H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Kαι στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Aνέλπιστου.
Τίτου Πατρίκιου, Μόνο σε μένα
Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που
βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θα’
πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου
κάπου τη χρωστάω
αν σ’ αγγίξω με την άκρη του
δαχτύλου μου
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -
Θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά
που πλάθουν το δικό μου;
Θα βρεις τις πατημασιές μου μες
σε μυριάδες χνάρια;
Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες
τη ροή του πλήθους;
Είμαι κι ό,τι έχω υπάρξει και πια
δεν είμαι -
τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι
πεθαμένες
πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις
γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν
στο αίμα μου.
Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα -
μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά
του μέλλοντος.
Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-
γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι
εχθροί απαγορεύουν.
Μη με γυρέψεις αλλού
μονάχα εδώ να με γυρέψεις
μόνο σε μένα.
Στίχοι, 2
του Τίτου Πατρίκιου
Στίχοι
που κραυγάζουν
στίχοι πού ορθώνονται τάχα σαν ξιφολόγχες
στίχοι που απειλούν την καθεστηκυία τάξη
και μέσα στους λίγους πόδες τους
κάνουν ή ανατρέπουν την επανάσταση,
άχρηστοι, ψεύτικοι, κομπαστικοί,
γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα
κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες.
(Ποιες μάζες; Μεταξύ μας τώρα –
ποιοι σκέφτονταί τις μάζες;
Το πολύ μια λύτρωση ατομική, αν όχι ανάδειξη.)
Γι’ αυτό κι εγώ δε γράφω πια για να προσφέρω χάρτινα ντουφέκια
όπλα από λόγια φλύαρα και κούφια.
Μόνο μιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω
να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή.
Όσο μπορώ, κι όσο κρατήσω
στίχοι πού ορθώνονται τάχα σαν ξιφολόγχες
στίχοι που απειλούν την καθεστηκυία τάξη
και μέσα στους λίγους πόδες τους
κάνουν ή ανατρέπουν την επανάσταση,
άχρηστοι, ψεύτικοι, κομπαστικοί,
γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα
κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες.
(Ποιες μάζες; Μεταξύ μας τώρα –
ποιοι σκέφτονταί τις μάζες;
Το πολύ μια λύτρωση ατομική, αν όχι ανάδειξη.)
Γι’ αυτό κι εγώ δε γράφω πια για να προσφέρω χάρτινα ντουφέκια
όπλα από λόγια φλύαρα και κούφια.
Μόνο μιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω
να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή.
Όσο μπορώ, κι όσο κρατήσω
Γιάννης Ρίτσος - Ἐπιτάφιος (ἀποσπάσματα)
I
Γιέ
μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς
κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Γιόκα
μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
τώρα
δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
Πουλί
μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;
Στὴ
στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.
Φιλῶ
τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δὲ
μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω. |
Κ. Καβάφη, Όσο μπορείς
Κι αν δεν
μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο
προσπάθησε τουλάχιστον
όσο
μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην
πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες
πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την
εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας
συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων
σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν
ανοησία,
ως που να
γίνει σα μια ξένη φορτική
|
Γιώργου Σεφέρη, Άρνηση
Στο
περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο
σαν περιστέρι
διψάσαμε
το μεσημέρι·
μα το νερό
γλυφό.
Πάνω στην
άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’
όνομά της·
ωραία που
φύσηξεν ο μπάτης
και
σβύστηκε η γραφή.
Mε τι
καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους
και τι πάθος,
πήραμε τη
ζωή μας· λάθος!
κι
αλλάξαμε ζωή.
|
Απόδραση, του Τασου Λειβαδίτη
Πολλοί
αναρωτιούνται γιατί ήμουν κάποτε αλλιώς.
Άλλοι
αναζητάν να βρουν γιατί είμαι έτσι σήμερα.
Ποιός
είμαι ή ποιός ήμουν;
Αναζητήσεις
δίχως σημασία.
Το
κέρδος είναι ότι τους ξέφευγα διαρκώς.
Πολλοί
αναρωτιούνται γιατί ήμουν κάποτε αλλιώς.
Άλλοι
αναζητάν να βρουν γιατί είμαι έτσι σήμερα.
Ποιός
είμαι ή ποιός ήμουν;
Αναζητήσεις
δίχως σημασία.
Το
κέρδος είναι ότι τους ξέφευγα διαρκώς.
Κωνσταντίνου
Καβάφη, Μάρτιαι Ειδοί
Τα
μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις, τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι. Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια· έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις, τότε κυρίως πρόσεξε σα βγεις στον δρόμον έξω, εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία, αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο κανένας Aρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα, και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα, είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν», μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν’ αναβάλεις κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρους που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις (τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις τα σοβαρά γραφόμενα του Aρτεμιδώρου. |
Γιάννη Ρίτσου, Ρωμιοσύνη (απόσπασμα)
I
Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ
λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν
τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.
Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ
ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.
Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι
βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.
Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι
διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.
Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι
καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.
Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ
στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.
Διονύσιου Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, (αποσπάσματα)
O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν
και γελούνε,
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
............................................................................................
Για την αιωνιότητα, που μόλις τα
χωράει·
Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους·
Tους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους.
Aγάπη κι’ έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν·
Tα σπλάχνα τους κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν·
Γλυκιά κι’ ελεύθερ’ η ψυχή σα νάτανε βγαλμένη,
Kι’ υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.
Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους·
Tους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους.
Aγάπη κι’ έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν·
Tα σπλάχνα τους κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν·
Γλυκιά κι’ ελεύθερ’ η ψυχή σα νάτανε βγαλμένη,
Kι’ υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.
Νίκου Εγγονόπουλου, Ποίηση 1948
τούτη η
εποχή
του εμφυλίου σπαραγμού δεν είναι εποχή για ποίηση κι' άλλα παρόμοια : σαν πάει κάτι να γραφή είναι ως αν να γράφονταν από την άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου γι' αυτό και τα ποιήματά μου είν' τόσο πικραμένα (και πότε - άλλωστε - δεν είσαν;) κι' είναι - προ πάντων - και τόσο λίγα |
Μανόλη
Αναγνωστάκη, Στον Νίκο Ε… 1949
|
Κωνσταντίνου Καβάφη, Μέρες του 1908
Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς
δουλειά·
και συνεπώς ζούσεν απ’ τα χαρτιά,
από το τάβλι, και τα δανεικά.
Μια θέσις, τριώ λιρών τον μήνα, σε μικρό
χαρτοπωλείον του είχε προσφερθεί.
Μα την αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.
Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,
νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών.
Δυο, τρία σελίνια την ημέρα κέρδιζε, δεν κέρδιζε.
Aπό χαρτιά και τάβλι τι να βγάλει το παιδί,
στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά,
όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.
Τα δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.
Σπάνια το τάλληρο εύρισκε, το πιο συχνά μισό,
κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι.
Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ,
σαν γλύτωνεν απ’ το φρικτό ξενύχτι,
δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι το πρωί.
Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.
Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά
πολύ ξεθωριασμένη κανελιά.
A μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ,
απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.
Το είδωμά σας τον εφύλαξε
όταν που τάβγαζε, που τάριχνε από πάνω του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα εσώρουχα.
Κ’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα.
Aχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του·
τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από την γύμνια του πρωιού στα μπάνια, και στην παραλία.
και συνεπώς ζούσεν απ’ τα χαρτιά,
από το τάβλι, και τα δανεικά.
Μια θέσις, τριώ λιρών τον μήνα, σε μικρό
χαρτοπωλείον του είχε προσφερθεί.
Μα την αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.
Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,
νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών.
Δυο, τρία σελίνια την ημέρα κέρδιζε, δεν κέρδιζε.
Aπό χαρτιά και τάβλι τι να βγάλει το παιδί,
στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά,
όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.
Τα δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.
Σπάνια το τάλληρο εύρισκε, το πιο συχνά μισό,
κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι.
Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ,
σαν γλύτωνεν απ’ το φρικτό ξενύχτι,
δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι το πρωί.
Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.
Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά
πολύ ξεθωριασμένη κανελιά.
A μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ,
απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.
Το είδωμά σας τον εφύλαξε
όταν που τάβγαζε, που τάριχνε από πάνω του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα εσώρουχα.
Κ’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα.
Aχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του·
τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από την γύμνια του πρωιού στα μπάνια, και στην παραλία.
Νίκου Καρούζου, Πέντε ποιήματα μεσ’το σκοτάδι. Εικόνα
Γυρίζει μόνος
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός
έλληνας.
Πάντα ο δρόμος μέσ' στα μάτια του
κ' η λάμψη απ' τη φωτιά
που καταλύει
τη νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στα χέρια του κλαδί από ελιά
γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά
αισθάνεται
πως όλα χάθηκαν.
Mην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Mην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες.
Άνθη της λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου
στεφάνωσέ τον Άνοιξη
τον κλώθει ο θάνατος.
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός
έλληνας.
Πάντα ο δρόμος μέσ' στα μάτια του
κ' η λάμψη απ' τη φωτιά
που καταλύει
τη νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στα χέρια του κλαδί από ελιά
γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά
αισθάνεται
πως όλα χάθηκαν.
Mην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Mην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες.
Άνθη της λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου
στεφάνωσέ τον Άνοιξη
τον κλώθει ο θάνατος.
BOB DYLAN ,
"Blowin'
In The Wind"
How many roads must a man walk down
Before you call him a man?
How many seas must a white dove sail
Before she sleeps in the sand?
How many times must the cannon balls fly
Before they're forever banned?
The answer, my friend, is blowin' in the wind
The answer is blowin' in the wind.
How many years can a mountain exist
Before it's washed to the sea?
How many years can some people exist
Before they're allowed to be free?
How many times can a man turn his head
And pretend that he just doesn't see?
The answer, my friend, is blowin' in the wind
The answer is blowin' in the wind.
How many times must a man look up
Before he can really see the sky?
How many ears must one person have
Before he can hear people cry?
How many deaths will it take 'til he knows
That too many people have died?
The answer, my friend, is blowin' in the wind
The answer is blowin' in the wind.
Before you call him a man?
How many seas must a white dove sail
Before she sleeps in the sand?
How many times must the cannon balls fly
Before they're forever banned?
The answer, my friend, is blowin' in the wind
The answer is blowin' in the wind.
How many years can a mountain exist
Before it's washed to the sea?
How many years can some people exist
Before they're allowed to be free?
How many times can a man turn his head
And pretend that he just doesn't see?
The answer, my friend, is blowin' in the wind
The answer is blowin' in the wind.
How many times must a man look up
Before he can really see the sky?
How many ears must one person have
Before he can hear people cry?
How many deaths will it take 'til he knows
That too many people have died?
The answer, my friend, is blowin' in the wind
The answer is blowin' in the wind.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου