Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ:
Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων (Νηπενθή,
1921) –[Είμαστε κάτι], Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο, [Ελεγεία και σάτιρες, 1927)
Αφού μελετήσετε (και ακούσετε) τα
ποιήματα να απαντήσετε στις ερωτήσεις:
1.
Ποιος είναι ο κυρίαρχος τόνος της ποίησης του
Καρυωτάκη;
2.
Ποια είναι τα πιο συνηθισμένα θέματα της
ποίησης του;
3.
Πώς βλέπει ο ίδιος την ποίηση και τον εαυτό του
ως ποιητή;
4.
Ο Τέλλος Άγρας σημειώνει: «Οι προσφιλέστερες
εποπτείες του είναι οι ακουστικές...Η οπτική του εποπτεία είναι αδειανή και
συγκεχυμένη». Επαληθεύεται η άποψη
αυτή με βάση τις εικόνες που χρησιμοποιούνται;
5.
Ο σαρκασμός του Καρυωτάκη, ενώ φαίνεται ότι
αγγίζει κάποιο θέμα γενικού ενδιαφέροντος, καταλήγει, με την παραδοχή της
ήττας του, σε προσωπική διακωμώδηση και σε πλήρη άρνηση. Σε ποια κείμενα και
πώς φαίνεται αυτό;
6.
Να μελετήσετε από το Λεξικό των Λογοτεχνικών Όρων τα λήμματα «σονέτο» και «μπαλάντα».
Ποια από τα εξεταζόμενα ποιήματα ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά των δύο
αυτών ειδών;
7.
Να μελετήσετε από το Λεξικό των Λογοτεχνικών Όρων τα λήμματα «συμβολισμός» και
«σὐμβολο». Ποια σύμβολα χρησιμοποιεί ο Καρυωτάκης και ποια στοιχεία του
συμβολισμού συναντώνται στα ποιήματά του;
|
Πολύμνια (Νηπενθή, 1921)
Ψεύτικα αισθήματα
ψεύτη του κόσμου! Μα το παράξενο φως του έρωτός μου φέγγει στου σκότεινου δρόμου την άκρη: Με το παράπονο και με το δάκρυ, κόρη χλωμόθωρη μαυροντυμένη. Κι είναι σαν αίνιγμα, και περιμένει. Λάμπει το βλέμμα της απ' την ασθένεια. Σάμπως να λιώνουνε χέρια κερένια. Στ' άσαρκα μάγουλα πως έχει μείνει πίκρα το νόημα γέλιου που σβήνει! Είναι το αξήγητο το μικρο στόμα δίχως το μίλημα, δίχως το χρώμα. Κάποια μεσάνυχτα θα σε αγαπήσω, Μούσα. Τα μάτια σου θαν τα φιλήσω, να 'βρω γυρεύοντας μες στα νερά τους τα χρυσονείρατα και τους θανάτους, και τη βασίλισσα λέξη του κόσμου, και το παράξενο φως του έρωτός μου. |
Ιδανικοί
αυτόχειρες (Ελεγεία και
σάτιρες, 1927)
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουντα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους, διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν για τελευταία φορά τα βήματά τους. Ηταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία. Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων, τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία των ουρανών, η ερημιά των τόπων. Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση, τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε, τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει. Oλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το, σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει, αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει. Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα, ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος, «όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα», πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.. |
||
Ανδρείκελα
(Ελεγεία και σάτιρες, 1927) Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη, σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία. Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή. Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία. Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό, ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια, χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό, άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια. Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά, η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη. Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν
τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα, ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα... |
Δικαίωσις (Ελεγεία και σάτιρες, 1927)
Τότε λοιπόν αδέσποτο θ' αφήσω
να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου. Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο. Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,
κι ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.
"Καληνύχτα. Το φως χαιρέτισέ μου."
θα πω στον τελευταίο που θ' αντικρύσω.
Όταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο,
η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει
-πρώτη φορά- σε τέσσερων τον ώμο.
Ύστερα, και του βίου μου την προσπάθεια
ωραία
- ωραία με χώμα και μ' αγκάθια...αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει |
|||
Τελευταίο
ταξίδι (Ελεγεία και
σάτιρες, 1927)
Καλό ταξίδι, αλαργινό
καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα! Να 'μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα. Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει, μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω, να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι, δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!
Σα δέσμη
τριαντάφυλλα (Ελεγεία και
σάτιρες, 1927)
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτό. Κάποια χρυσή, λεπτότατη στους δρόμους ευωδιά. Και στην καρδιά αιφνίδια καλοσύνη. Στα χέρια το παλτό, στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη. Ηλεκτρισμένη από φιλήματα θα 'λεγες την ατμόσφαιρα. Η σκέψις, τα ποιήματα, βάρος περιττό. Έχω κάτι σπασμένα φτερά. Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε το καλοκαίρι αυτό. Για ποιον ανέλπιστη χαρά, για ποιες αγάπες για ποιο ταξίδι ονειρευτό. |
Σε παλαιό
συμφοιτητή (Νηπενθή, 1921)
Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας, που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε και με την πίκρα κάποτε της πείνας. Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης, παρά περαστικός, με την ελπίδα μου, με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης. Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης. Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης. Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο που επίναμε για να ξαναζητήσω. Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο, όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω. Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα. Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας, και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.
Κριτική (Ελεγεία
και σάτιρες, 1927)
Δεν είναι πια τραγούδι
αυτό, δεν είναι αχός
ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει σαν τελευταία κραυγή, στα βάθη της νυχτός, κάποιου πόχει πεθάνει. |
Αισιοδοξία
Γράφτηκε τον Απρίλιο-Μάιο του 1928. Δημοσιεύτηκε για
πρώτη φορά στη Νέα Εστία (6, 63, 1 Αυγούστου 1929) μετά το θάνατο του
ποιητή.
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου. Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ' ουρανού, και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσει. Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα, σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά, ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα, οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά. Για να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφερά, έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα. Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν, τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν. Πηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν -- ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.
Ας υποθέσουμε πως δεν
έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής, κι ας τραγουδήσουμε, -- το τραγούδι να μοιάσει νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής -- τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης, και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει. |
||
Ø Τελικά, ποια από τις παραπάνω μελοποιήσεις
ανταποκρίνεται, κατά τη γνώμη σου, καλύτερα στο ύφος και το περιεχόμενο της ποίησης του Καρυωτάκη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου