Σωκράτης Λεοντίτης,
Τα πρώτα Χριστούγεννα
Είχε αποφασίσει να περάσει τα
Χριστούγεννα μόνη της. Ανέκαθεν την έπιανε μια μελαγχολία αυτές τις μέρες.
Ακόμα και στα πρώτα φοιτητικά της χρόνια, όταν οι φίλες της έβγαιναν και
διασκέδαζαν κάθε μέρα, εκείνη είχε την ανάγκη να μένει σπίτι με τους γονείς
της. Να απολαμβάνει τη θαλπωρή της εστίας που εκείνες τις μέρες έμοιαζε να έχει
μια φλόγα μεταφυσική. Φέτος βέβαια δεν θα βίωνε κάποια ανάλογη ατμόσφαιρα. Ο
πρώτος της διορισμός την έστειλε μακριά από το σπίτι για πρώτη φορά στη ζωή
της. Την άδειά της θα την έπαιρνε την Πρωτοχρονιά. Κάποιοι συνάδελφοι θα
έβγαιναν για φαγητό τα Χριστούγεννα και την κάλεσαν. Δεν αρνήθηκε. Δεν δέχτηκε.
Ψέλλισε κάτι και είπε ότι αν τελικά μπορέσει, θα τους τηλεφωνήσει.
Την προπαραμονή πήγε στην αγορά.
Παρόλο που ήταν ένας άνθρωπος όλος κι όλος, ήθελε να κάνει αυτό που συνηθίζουν
όλοι στις γιορτές. Να μαγειρέψει κάτι καλό. Να πάρει κάτι παραπάνω σαν να
επρόκειτο να υποδεχθεί καλεσμένους. Είναι μέρος της νεοελληνικής παράδοσης αυτή
η σπατάλη. Ήταν σε όλα έτοιμη να ζήσει την εορταστική ρουτίνα που κάθε χρόνο
απολάμβανε στο πατρικό της. Οι δρόμοι και τα μαγαζιά βούιζαν συντονισμένα από
το σμάρι των ανθρώπων που είχε ξεχυθεί για τα τελευταία ψώνια. Ήταν η μόνη, τις
γιορτινές μέρες, κοινωνική αλληλεπίδραση που την ευχαριστούσε.
Αφού τελείωσε με όλα τα άλλα,
έμενε να πάρει το δώρο για την Ευγενία. Την πεντάχρονη ανιψιά της. Θα της το
έδινε την Πρωτοχρονιά που θα την έβλεπε. Ήταν η κόρη τής πρώτης της ξαδέρφης.
Έδειχνε μεγάλη αδυναμία στη θεία της και εκείνη της την ανταπέδιδε στο
πολλαπλάσιο. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά, αλλά σε ένα θεωρητικό επίπεδο. Δεν είχε
ποτέ τακτικές συναναστροφές με μικρά παιδιά. Μέχρι να γεννηθεί η Ευγενία. Ήταν
μια σχέση που δεν την είχε φανταστεί πιο πριν. Αλλά τώρα την αγαπούσε πολύ και
της έλειπε λόγω της απόστασης. Μιλούσαν συχνά στο τηλέφωνο κι αυτό από τη μια
απάλυνε την έλλειψη, από την άλλη την επέτεινε.
Ήθελε να της πάρει κάτι που θα
την έκανε χαρούμενη και θα την ευχαριστούσε. Περπατούσε στους διαδρόμους του
καταστήματος και συλλογιόταν ότι το να κάνεις ένα δώρο σε κάποιον είναι βέβαια
μια πράξη αλτρουιστική. Όμως μέσα της μπορεί να κρύβει πολλά. Ενοχές, εγωισμό,
εξιλέωση… Κι όλο αυτό της ήρθε γιατί σκεφτόταν ότι δεν θα ήθελε με τίποτα να
χάσει τη χαρά της μικρής όταν θα άνοιγε το δώρο της. Το έκανε για το παιδί ή
για τον εαυτό της; Ίσως και για τους δυο. Πάντως ένιωθε πάλι πιτσιρίκα τώρα που
βρισκόταν μέσα σε τόσα παιχνίδια. Δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει. Θυμήθηκε τον
εαυτό της να ανοίγει τα δώρα των γιορτών. Έμενε ξάγρυπνη μέχρι αργά από την
ανυπομονησία και όταν την έπαιρνε ο ύπνος κοιμόταν με τη γλυκιά προσμονή του
πρωινού ξυπνήματος και της, όχι και τόσο αναπάντεχης, έκπληξης των δώρων κάτω
από το δέντρο.
Περιμένοντας στη στάση του
λεωφορείου, στάθηκε δίπλα σε ένα κοριτσάκι που κρατούσε από το χέρι τη μαμά
του. Θυμήθηκε την ανιψιά της. Σκέφτηκε πόσο ωραία θα ήταν να την είχε τώρα μαζί
της. Παρά τη βουή του δρόμου κατάφερε να ακούσει δυο κουβέντες.
-Ούτε φέτος πήρε το γράμμα μου;
-Είναι πολλά τα παιδάκια που
έχουν στείλει γράμμα. Δεν προλαβαίνει να φέρει δώρα σε όλα. Του χρόνου θα είσαι
από τις πρώτες που θα πάρουν δώρο.
Γέλασε μηχανικά στην κόρη της
και της χάιδεψε τα μαλλιά. Είχε μια πίκρα στο βλέμμα που προσπαθούσε να πνίξει.
Στο πρόσωπό της μετρούσες δυσκολίες και βάσανα. Το κοριτσάκι χαμήλωσε τα μάτια
με απογοήτευση και βάλθηκε να παίζει μηχανικά το πόδι της στο πεζοδρόμιο.
Αισθάνθηκε ένοχη. Δεν ήξερε
γιατί, αλλά ήταν το πρώτο πράγμα που ένιωσε. Ένα παιδί που δεν θα πάρει δώρο.
Ας ήταν το μοναδικό… Δεν θα ήταν. Όχι, αυτό ήταν πολύ άδικο. Αλλά άδικη είναι η
ζωή. Ποτέ δεν πίστεψε το αντίθετο. Δεν ήταν δική της ευθύνη όμως. Δεν έπρεπε να
νιώθει έτσι. Γιατί χαλάει τη διάθεσή της; Ας το ξεχάσει.
Ήρθε το λεωφορείο. Μπήκε
κρατώντας τα πράγματα. Στριμωγμένη όρθια μαζί με πολύ κόσμο. Είχε αρκετό δρόμο
μέχρι το σπίτι. Θα έκανε υπομονή. Δεν γινόταν αλλιώς. Στη μέση της διαδρομής
άρχισε να αδειάζει το λεωφορείο. Είδε στην άλλη άκρη το κοριτσάκι με τη μαμά
του να έχουν καθίσει. Γύρισε το βλέμμα έξω από το παράθυρο. Σε τρεις στάσεις
κατέβαινε. Είδε τη μητέρα να σηκώνεται και να πατά το κουμπί για στάση. Δε
μένουν και μακριά, σκέφτηκε. Οι πόρτες άνοιξαν. Πρώτα κατέβηκε η μικρή με ένα
άλμα, και με τη φόρα που είχε παρέσυρε τη μητέρα της που την κρατούσε από το
χέρι. Μία παρόρμηση την έσπρωξε να χιμήξει έξω λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες.
Ήταν κοντά. Θα γύριζε με τα πόδια τον υπόλοιπο δρόμο. Όχι, δεν ήταν αυτό.
Είχε αφήσει μια σχετικά μεγάλη
απόσταση και τις ακολουθούσε διακριτικά. Μετά από λίγο έστριψαν σε ένα στενό
και εκείνη επιτάχυνε το βήμα της γιατί έχασε την οπτική επαφή. Μπαίνοντας στο
στενό είχε φτάσει κοντά τους. Μετά από λίγο μπήκαν σε μια παλιά πολυκατοικία. Η
εξώπορτα ήταν ανοιχτή και το χαλάκι σε ρόλο σφήνας την εμπόδιζε να κλείσει. Η
οικοδομή φαινόταν παλιά και σε κακή κατάσταση. Τις είδε να ανεβαίνουν πέντε-έξι
σκαλάκια στο διάδρομο και να στρίβουν δεξιά. Αποφάσισε να μπει. Μυρωδιά
κλεισούρας και μούχλας. Άκουγε τη μικρή που μιλούσε στη μαμά της και ήχο από
κλειδιά. Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και συνέχισε για τον πρώτο. Έστρεψε το
κεφάλι για ένα δευτερόλεπτο στο μέρος απ’ όπου ερχόταν ο ήχος. Τις είδε
φευγαλέα. Εκείνες δεν πρέπει να την πρόσεξαν. Ανέβηκε στον πρώτο και σταμάτησε.
Τις άκουσε να μπαίνουν στο σπίτι και την πόρτα να κλείνει.
Βγήκε τρέχοντας από την
πολυκατοικία. Έστριψε στο στενό απ’ όπου ήρθε. Ήταν ταραγμένη. Η αδρεναλίνη την
έκανε να περπατά γρήγορα. Ένα τετράγωνο πιο πέρα έκατσε σε ένα παγκάκι να
σκεφτεί και να ηρεμήσει. Το κρύο έτσουζε, αλλά αισθανόταν το δέρμα της να
καίει. Όταν χαλάρωσε, σηκώθηκε και τράβηξε για το σπίτι. Δεν ήξερε αν
χαμογελάει, αλλά έτσι ένιωθε. Όταν κατέβηκε από το λεωφορείο, δεν ήξερε γιατί
το έκανε. Όταν μπήκε στο σπίτι της, ήταν όλα ξεκάθαρα. Ήταν πιο γαλήνια τώρα.
Κι όμως, ήταν δική της ευθύνη…
-Μαμά, το κουδούνι!
-Ρώτα ποιος είναι.
-Δε μιλάει κανείς.
-Μην ανοίγεις. Έρχομαι να δω.
Η μητέρα της κοίταξε από το
ματάκι. Μετά από λίγο άνοιξε. Είδε ένα κουτί μπροστά στην πόρτα. Είχε
περιτύλιγμα δώρου κι ένα σημείωμα στο πάνω μέρος. Το πήρε και το διάβασε.
Έμεινε για λίγο παγωμένη.
-Τι είναι αυτό, μαμά;
-Διάβασε. Είναι για σένα.
«Συγγνώμη που δεν προλαβαίνω να
φέρνω δώρα σε όλα τα παιδιά. Ελπίζω να σου αρέσει».
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ένα αγόρι τα Χριστούγεννα
...Όμως εγώ είμαι
μυθιστοριογράφος, και μου φαίνεται ότι μια «ιστορία» από αυτές την
επινόησα μόνος μου. Αλλά γιατί γράφω «μου φαίνεται», αφού ξέρω ότι την
επινόησα. Γιατί έχω την εντύπωση ότι κάπου, κάποτε, ακριβώς παραμονές
Χριστουγέννων, συνέβη σε μια τεράστια πόλη και με τρομερή παγωνιά.
Έχω την εντύπωση, λοιπόν, ότι υπήρχε στο υπόγειο ένα αγόρι, όμως πολύ μικρό ακόμα, έξι χρονών ή μπορεί και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε το πρωί μέσα σε ένα υγρό, κρύο υπόγειο. Φορούσε κάτι σαν ρομπάκι και τουρτούριζε. Η ανάσα του έβγαινε από το στόμα του σαν άσπρος αχνός, κι εκείνο, καθισμένο πάνω σε ένα σεντούκι στη γωνίτσα, διασκέδαζε παρατηρώντας τη να πετάει και να χάνεται. Όμως, ήθελε τόσο πολύ να φάει κάτι. Είχε πλησιάσει κάμποσες φορές από το πρωί το σανιδένιο κρεβάτι, όπου πάνω σε ένα λεπτό σαν φύλλο στρώμα και με έναν μπόγο για μαξιλάρι κειτόταν η άρρωστη μητέρα του. Πώς βρέθηκε άραγε εδώ; Θα πρέπει να ήρθε με το αγοράκι της από κάποια άλλη πόλη και αρρώστησε ξαφνικά. Την ιδιοκτήτρια των κρεβατιών την είχαν συλλάβει δυο μέρες πριν. Οι ένοικοι σκόρπισαν στα πόστα τους, λόγω γιορτών, κι ένας ακαμάτης που έμεινε κειτόταν ήδη μεθυσμένος του θανατά ολόκληρα εικοσιτετράωρα, χωρίς να περιμένει καν τη γιορτή. Στην άλλη άκρη του δωματίου βογκούσε μια ογδοντάχρονη γριούλα, που έζησε κάποτε, κάπου, σαν γκουβερνάντα, και τώρα πέθαινε μόνη, βογκώντας, μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας στο αγόρι, που άρχισε να φοβάται πια να πλησιάσει προς τη γωνιά της. Κάπου σε μια πεζούλα ανακάλυψε κάτι για να πιει, αλλά δε βρήκε ούτε μια κόρα ψωμί για να φάει, και πήγαινε τώρα για δέκατη φορά να ξυπνήσει τη μητέρα του. Τελικά, μέσα στο σκοτάδι ένιωσε να φοβάται: είχε βραδιάσει εδώ και ώρα, αλλά κανείς δεν άναψε φως. Ψηλαφώντας το πρόσωπο της μαμάς του, παραξενεύτηκε που εκείνη δεν κουνήθηκε καθόλου και ήταν τόσο παγωμένη όσο κι ο τοίχος.«Πολύ κρύο κάνει εδώ μέσα», σκέφτηκε. Στάθηκε λίγο ακόμα, ξεχνώντας ασυναίσθητα το χέρι του στον ώμο της μακαρίτισσας, μετά χουχούλιασε τα δαχτυλάκια του, για να τα ζεστάνει, και ξαφνικά, ξετρυπώνοντας από το κρεβάτι το κασκετάκι του, σιγά σιγά, ψηλαφητά, βγήκε από το υπόγειο. Θα είχε φύγει νωρίτερα, αλλά φοβόταν εκεί πάνω στη σκάλα το μεγάλο σκυλί που στεκόταν ολημερίς έξω από την πόρτα των γειτόνων. Όμως, τώρα πια το σκυλί δεν ήταν εκεί, κι αυτός βγήκε γρήγορα στο δρόμο.
Θεέ μου, τι πόλη ήταν αυτή! Ποτέ άλλοτε δεν είχε δει κάτι παρόμοιο. Εκεί απ’ όπου ερχόταν, τις νύχτες πέφτει μαύρο σκοτάδι, ένας φανοστάτης φωτίζει όλο το δρόμο. Τα ξύλινα, χαμηλούτσικα σπιτάκια κλειδαμπαρώνονται με παντζούρια. Έξω, με το που θα πάρει να σουρουπώνει, δε θα δεις κανέναν— κλείνονται όλοι στα σπίτια τους, και το μόνο που ακούς είναι το ουρλιαχτό από ολόκληρα κοπάδια σκυλιών, εκατοντάδες και χιλιάδες από αυτά αλυκτούν και γαβγίζουν όλη τη νύχτα. Ωστόσο, εκεί κάτω ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν να φάει, ενώ εδώ, ω Θεέ μου, ας έτρωγε μια στάλα! Και τι θόρυβος και φασαρία είναι αυτή, πόσο φως και πόσοι άνθρωποι, άλογα και άμαξες, και παγωνιά, παγωνιά! Παγωμένος αχνός βγαίνει από τα καταπονημένα άλογα, από τις καυτές ανάσες τους. Κάτω από το λιωμένο χιόνι βροντοκοπούν πάνω στην πέτρα τα πέταλά τους, κι όλοι σπρώχνονται τόσο και, ω Θεέ μου, πόσο θέλει να φάει, ένα κομματάκι οτιδήποτε έστω, και τα δάχτυλα άρχισαν ξαφνικά να πονάνε τόσο. Δίπλα του πέρασε το όργανο της τάξης που έστρεψε αλλού το πρόσωπό του, για να μη δει το μικρό.
Να κι άλλος δρόμος, τόσο πλατύς! Εδώ σίγουρα μπορούν να σε ποδοπατήσουν. Πώς φωνάζουν όλοι, πώς τρέχουν και τι φώτα, τι φώτα! Ω, αυτό τι είναι; Α, ένα μεγάλο τζάμι, και πίσω από το τζάμι ένα δωμάτιο, και στο δωμάτιο ένα δέντρο ίσαμε το ταβάνι. Είναι ένα έλατο, και πάνω στο έλατο τόσα φωτάκια, τόσα χρυσαφένια χαρτάκια και μήλα και κουκλάκια και μικρά αλογάκια. Πέρα δώθε στο δωμάτιο τρέχουν παιδιά, στολισμένα και καθαρά, γελούν και παίζουν και κάτι τρώνε και πίνουν. Να, το κοριτσάκι εκείνο άρχισε να χορεύει με το αγοράκι, τι όμορφη κοπελίτσα! Ορίστε κι η μουσική που ακούγεται πίσω από το τζάμι. Κοιτάζει ο μικρός και θαυμάζει, γελάει μάλιστα, τώρα του πονάνε ήδη και τα δαχτυλάκια των ποδιών, ενώ των χεριών έγιναν πια κατακόκκινα, δεν κλείνουν και πονάνε όταν τα κουνάει. Ξάφνου το αγόρι θυμήθηκε ότι του πονάνε τόσο πολύ τα δάχτυλα, έβαλε τα κλάματα και συνέχισε το δρόμο του, αλλά να που πάλι βλέπει, μέσα από ένα άλλο τζάμι, ένα άλλο δωμάτιο κι ένα δέντρο, και στα τραπέζια πάνω γλυκίσματα κάθε είδους— αμυγδαλωτά, κόκκινα, κίτρινα, και κάθονται εκεί τέσσερις πλούσιες κυρίες, που δίνουν σε όσους μπαίνουν γλυκά, κι ανοίγει για μια στιγμή η πόρτα και μπαίνουν απ’ έξω κάμποσοι κύριοι. Πλησίασε στα κλεφτά ο μικρός, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Οχ, τι φωνές ήταν αυτές και τι χειρονομίες! Μια κυρία έτρεξε γρήγορα, του έβαλε στο χέρι ένα καπίκι και του άνοιξε την πόρτα για να βγει. Πόσο φοβήθηκε ο μικρός! Το καπίκι τού έπεσε την ίδια στιγμή και κύλησε πάνω στα σκαλοπάτια, γιατί δεν μπορούσε, βλέπετε, να κλείσει τα κόκκινα δάχτυλά του και να το σφίξει. Το έβαλε στα πόδια ο μικρός κι έτρεξε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να ξέρει προς τα πού. Πάλι θέλει να κλάψει, αλλά φοβάται, και τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τα χεράκια του. Τότε τον πιάνει μια θλίψη, γιατί ξαφνικά ένιωσε τόσο μόνος και τόσο απαίσια. Όμως, ξάφνου, Θεέ και κύριε! Τι είναι αυτό πάλι; Ένα πλήθος ανθρώπων στέκεται και κάτι κοιτάζει: σε ένα παράθυρο, πίσω από το τζάμι, τρεις κούκλες, μικρές, με κόκκινα και πράσινα ρουχαλάκια, και εντελώς σαν ζωντανές! Ένα γεροντάκι κάθεται και σαν να παίζει ένα μεγάλο βιολί, δυο άλλοι στέκονται όρθιοι και παίζουν μικρότερα βιολιά, και κουνάνε τα κεφάλια τους με ρυθμό, κι έπειτα κοιτάνε ο ένας τον άλλο και τα χείλη τους κουνιούνται, μιλάνε, πραγματικά μιλάνε, μόνο που λόγω του τζαμιού δεν ακούγονται. Στην αρχή ο μικρός σκέφτηκε ότι είναι ζωντανοί, αλλά, μόλις κατάλαβε ότι είναι κούκλες, έβαλε τα γέλια. Δεν είχε δει ποτέ τέτοιες κούκλες και δεν ήξερε καν ότι υπάρχουν τέτοιες! Του έρχεται να κλάψει, αλλά είναι τόσο αστείες αυτές οι κούκλες. Ξάφνου του φάνηκε ότι κάποιος πίσω του τον άρπαξε από το ρομπάκι του: ένα ψηλό κακιωμένο αγόρι στάθηκε δίπλα του, του έδωσε μια καρπαζιά, του πέταξε το κασκέτο και του έχωσε μια κλοτσιά. Κυλίστηκε ο μικρός στο έδαφος, κάποιοι έβαλαν τις φωνές, τα έχασε τότε, πετάχτηκε πάνω και όπου φύγει φύγει, μέχρι που έφτασε κάπου, άγνωστο πού, σε μια αυλή, μια άγνωστη αυλή. Στάθηκε να πάρει ανάσα πίσω από ένα σωρό ξύλων.«Εδώ δε θα με βρουν, είναι κατασκότεινα».
Κάθισε μαζεμένος, χωρίς να μπορεί να συνέλθει από το φόβο, και τότε απρόσμενα, εντελώς απρόσμενα, ένιωσε τόσο ευχάριστα: τα χεράκια και τα ποδαράκια του σταμάτησαν να πονάνε κι αισθάνθηκε μια τέτοια ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σαν να βρισκόταν δίπλα στη σόμπα. Νάτος, τρεμουλιάζει ολόκληρος! Αχ, μα ναι, μοιάζει να αποκοιμιέται! Τι ωραία να κοιμόταν εδώ. Θα κάτσω λίγο και θα πάω να δω πάλι τις κούκλες», σκέφτηκε ο μικρός και χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στο μυαλό του, εντελώς σαν αληθινές!… Αλλά τότε άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδάει ένα νανούρισμα.«Μαμάκα, κοιμάμαι, αχ, τι ωραία κοιμάμαι εδώ πέρα!»
«Πάμε σπίτι μου, στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, αγοράκι», ψιθύρισε από πάνω του μια σιγανή φωνή.
Σκέφτηκε ότι θα ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν. Ποιος είναι αυτός που τον καλεί, δεν τον βλέπει, όμως ναι, κάποιος έσκυψε πάνω του και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι, και ο μικρός του έτεινε το χέρι και… και τότε, ω, τι φως! Ω, τι έλατο είναι αυτό! Μα δεν είναι καν έλατο, τέτοια δέντρα δεν είχε ξαναδεί ποτέ! Πού βρίσκεται τώρα; Όλα λάμπουν, όλα ακτινοβολούν και γύρω τόσες κούκλες, αγοράκια και κοριτσάκια, τόσο λαμπερά, όλο στριφογυρνάνε γύρω του, πετάνε, τον φιλάνε, τον πιάνουν από το χέρι, τον παίρνουν μαζί τους, ναι, τώρα πετάει κι ο ίδιος, και βλέπει τη μητέρα του να τον κοιτάζει και να του χαμογελάει τόσο χαρούμενη.
«Μαμά! Μαμά! Αχ, τι ωραία που είναι εδώ, μαμά!» της φωνάζει ο μικρός και ξαναφιλιέται με τα παιδάκια και θέλει να τους μιλήσει αμέσως για τις κούκλες εκείνες πίσω από το τζάμι.«Ποια είστε εσείς, αγοράκια; Ποιες είστε εσείς, κοριτσάκια;» ρωτάει γελώντας και αγκαλιάζοντάς τα.
«Αυτό είναι το Δέντρο του Χριστού», του απαντάνε. «Στο σπίτι του Χριστού πάντα τη μέρα αυτή υπάρχει ένα δέντρο για τα μικρά παιδάκια που δεν έχουν δικά τους δέντρα…»
Έμαθε τότε ότι τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδάκια σαν κι αυτόν, που κάποια ξεπάγιασαν μέσα στα καλαθάκια τους, όταν τα εγκατέλειψαν στα σκαλιά των σπιτιών των αξιωματούχων της Πετρούπολης, άλλα πέθαναν στο βρεφοκομείο, κάποια τρίτα ξεψύχισαν πάνω στο στεγνό στήθος της μητέρας τους (την εποχή του λοιμού της Σαμάρας), και κάποια άλλα έσκασαν στα βαγόνια της τρίτης θέσης από τις αναθυμιάσεις, κι όλα είναι τώρα εδώ, όλα είναι τώρα άγγελοι, κοντά στον Χριστό, κι Εκείνος, ανάμεσά τους, τους απλώνει το χέρι και τα ευλογεί, όπως και τις αμαρτωλές μητέρες τους… Ναι, οι μητέρες των παιδιών στέκονται εδώ δίπλα στην ακρούλα και κλαίνε. Όλες αναγνωρίζουν το αγοράκι τους ή το κοριτσάκι τους, το πλησιάζουν και το φιλάνε, του σκουπίζουν τα δάκρυα με τα χέρια τους και του ζητάνε να μην κλαίει, γιατί εδώ είναι καλά τώρα…
Κάτω, το πρωί, οι οδοκαθαριστές βρήκαν το μικρό πτωματάκι του ξεπαγιασμένου αγοριού πίσω από τα ξύλα. Αναζήτησαν και τη μητέρα του… Εκείνη είχε πεθάνει νωρίτερα. Συναντήθηκαν κοντά στον Κύριο και Θεό, στους ουρανούς.
Γιατί έγραψα μια τέτοια ιστορία, που δεν ταιριάζει καθόλου σε ένα συνηθισμένο ημερολόγιο, και μάλιστα ημερολόγιο συγγραφέα; Είχα υποσχεθεί στους εκδότες μερικά διηγήματα, για αληθινά γεγονότα κατά προτίμηση! Όμως, ακριβώς αυτό είναι το ζήτημα: μου φαίνεται πως όλα αυτά θα μπορούσαν να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια— δηλαδή αυτό που έγινε στο υπόγειο και πίσω από τα ξύλα και εκεί, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δεν ξέρω πια πώς να το πω, μπορεί να έχουν συμβεί μπορεί και όχι… Αλλά γι’ αυτό είμαι μυθιστοριογράφος: για να επινοώ πράγματα…