Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019

Χριστουγεννιάτικα διηγήματα (2)


Σωκράτης Λεοντίτης, Τα πρώτα Χριστούγεννα

Είχε αποφασίσει να περάσει τα Χριστούγεννα μόνη της. Ανέκαθεν την έπιανε μια μελαγχολία αυτές τις μέρες. Ακόμα και στα πρώτα φοιτητικά της χρόνια, όταν οι φίλες της έβγαιναν και διασκέδαζαν κάθε μέρα, εκείνη είχε την ανάγκη να μένει σπίτι με τους γονείς της. Να απολαμβάνει τη θαλπωρή της εστίας που εκείνες τις μέρες έμοιαζε να έχει μια φλόγα μεταφυσική. Φέτος βέβαια δεν θα βίωνε κάποια ανάλογη ατμόσφαιρα. Ο πρώτος της διορισμός την έστειλε μακριά από το σπίτι για πρώτη φορά στη ζωή της. Την άδειά της θα την έπαιρνε την Πρωτοχρονιά. Κάποιοι συνάδελφοι θα έβγαιναν για φαγητό τα Χριστούγεννα και την κάλεσαν. Δεν αρνήθηκε. Δεν δέχτηκε. Ψέλλισε κάτι και είπε ότι αν τελικά μπορέσει, θα τους τηλεφωνήσει.
Την προπαραμονή πήγε στην αγορά. Παρόλο που ήταν ένας άνθρωπος όλος κι όλος, ήθελε να κάνει αυτό που συνηθίζουν όλοι στις γιορτές. Να μαγειρέψει κάτι καλό. Να πάρει κάτι παραπάνω σαν να επρόκειτο να υποδεχθεί καλεσμένους. Είναι μέρος της νεοελληνικής παράδοσης αυτή η σπατάλη. Ήταν σε όλα έτοιμη να ζήσει την εορταστική ρουτίνα που κάθε χρόνο απολάμβανε στο πατρικό της. Οι δρόμοι και τα μαγαζιά βούιζαν συντονισμένα από το σμάρι των ανθρώπων που είχε ξεχυθεί για τα τελευταία ψώνια. Ήταν η μόνη, τις γιορτινές μέρες, κοινωνική αλληλεπίδραση που την ευχαριστούσε.
Αφού τελείωσε με όλα τα άλλα, έμενε να πάρει το δώρο για την Ευγενία. Την πεντάχρονη ανιψιά της. Θα της το έδινε την Πρωτοχρονιά που θα την έβλεπε. Ήταν η κόρη τής πρώτης της ξαδέρφης. Έδειχνε μεγάλη αδυναμία στη θεία της και εκείνη της την ανταπέδιδε στο πολλαπλάσιο. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά, αλλά σε ένα θεωρητικό επίπεδο. Δεν είχε ποτέ τακτικές συναναστροφές με μικρά παιδιά. Μέχρι να γεννηθεί η Ευγενία. Ήταν μια σχέση που δεν την είχε φανταστεί πιο πριν. Αλλά τώρα την αγαπούσε πολύ και της έλειπε λόγω της απόστασης. Μιλούσαν συχνά στο τηλέφωνο κι αυτό από τη μια απάλυνε την έλλειψη, από την άλλη την επέτεινε.
Ήθελε να της πάρει κάτι που θα την έκανε χαρούμενη και θα την ευχαριστούσε. Περπατούσε στους διαδρόμους του καταστήματος και συλλογιόταν ότι το να κάνεις ένα δώρο σε κάποιον είναι βέβαια μια πράξη αλτρουιστική. Όμως μέσα της μπορεί να κρύβει πολλά. Ενοχές, εγωισμό, εξιλέωση… Κι όλο αυτό της ήρθε γιατί σκεφτόταν ότι δεν θα ήθελε με τίποτα να χάσει τη χαρά της μικρής όταν θα άνοιγε το δώρο της. Το έκανε για το παιδί ή για τον εαυτό της; Ίσως και για τους δυο. Πάντως ένιωθε πάλι πιτσιρίκα τώρα που βρισκόταν μέσα σε τόσα παιχνίδια. Δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει. Θυμήθηκε τον εαυτό της να ανοίγει τα δώρα των γιορτών. Έμενε ξάγρυπνη μέχρι αργά από την ανυπομονησία και όταν την έπαιρνε ο ύπνος κοιμόταν με τη γλυκιά προσμονή του πρωινού ξυπνήματος και της, όχι και τόσο αναπάντεχης, έκπληξης των δώρων κάτω από το δέντρο.
Περιμένοντας στη στάση του λεωφορείου, στάθηκε δίπλα σε ένα κοριτσάκι που κρατούσε από το χέρι τη μαμά του. Θυμήθηκε την ανιψιά της. Σκέφτηκε πόσο ωραία θα ήταν να την είχε τώρα μαζί της. Παρά τη βουή του δρόμου κατάφερε να ακούσει δυο κουβέντες.
-Ούτε φέτος πήρε το γράμμα μου;
-Είναι πολλά τα παιδάκια που έχουν στείλει γράμμα. Δεν προλαβαίνει να φέρει δώρα σε όλα. Του χρόνου θα είσαι από τις πρώτες που θα πάρουν δώρο.
Γέλασε μηχανικά στην κόρη της και της χάιδεψε τα μαλλιά. Είχε μια πίκρα στο βλέμμα που προσπαθούσε να πνίξει. Στο πρόσωπό της μετρούσες δυσκολίες και βάσανα. Το κοριτσάκι χαμήλωσε τα μάτια με απογοήτευση και βάλθηκε να παίζει μηχανικά το πόδι της στο πεζοδρόμιο.
Αισθάνθηκε ένοχη. Δεν ήξερε γιατί, αλλά ήταν το πρώτο πράγμα που ένιωσε. Ένα παιδί που δεν θα πάρει δώρο. Ας ήταν το μοναδικό… Δεν θα ήταν. Όχι, αυτό ήταν πολύ άδικο. Αλλά άδικη είναι η ζωή. Ποτέ δεν πίστεψε το αντίθετο. Δεν ήταν δική της ευθύνη όμως. Δεν έπρεπε να νιώθει έτσι. Γιατί χαλάει τη διάθεσή της; Ας το ξεχάσει.
Ήρθε το λεωφορείο. Μπήκε κρατώντας τα πράγματα. Στριμωγμένη όρθια μαζί με πολύ κόσμο. Είχε αρκετό δρόμο μέχρι το σπίτι. Θα έκανε υπομονή. Δεν γινόταν αλλιώς. Στη μέση της διαδρομής άρχισε να αδειάζει το λεωφορείο. Είδε στην άλλη άκρη το κοριτσάκι με τη μαμά του να έχουν καθίσει. Γύρισε το βλέμμα έξω από το παράθυρο. Σε τρεις στάσεις κατέβαινε. Είδε τη μητέρα να σηκώνεται και να πατά το κουμπί για στάση. Δε μένουν και μακριά, σκέφτηκε. Οι πόρτες άνοιξαν. Πρώτα κατέβηκε η μικρή με ένα άλμα, και με τη φόρα που είχε παρέσυρε τη μητέρα της που την κρατούσε από το χέρι. Μία παρόρμηση την έσπρωξε να χιμήξει έξω λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες. Ήταν κοντά. Θα γύριζε με τα πόδια τον υπόλοιπο δρόμο. Όχι, δεν ήταν αυτό.
Είχε αφήσει μια σχετικά μεγάλη απόσταση και τις ακολουθούσε διακριτικά. Μετά από λίγο έστριψαν σε ένα στενό και εκείνη επιτάχυνε το βήμα της γιατί έχασε την οπτική επαφή. Μπαίνοντας στο στενό είχε φτάσει κοντά τους. Μετά από λίγο μπήκαν σε μια παλιά πολυκατοικία. Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή και το χαλάκι σε ρόλο σφήνας την εμπόδιζε να κλείσει. Η οικοδομή φαινόταν παλιά και σε κακή κατάσταση. Τις είδε να ανεβαίνουν πέντε-έξι σκαλάκια στο διάδρομο και να στρίβουν δεξιά. Αποφάσισε να μπει. Μυρωδιά κλεισούρας και μούχλας. Άκουγε τη μικρή που μιλούσε στη μαμά της και ήχο από κλειδιά. Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και συνέχισε για τον πρώτο. Έστρεψε το κεφάλι για ένα δευτερόλεπτο στο μέρος απ’ όπου ερχόταν ο ήχος. Τις είδε φευγαλέα. Εκείνες δεν πρέπει να την πρόσεξαν. Ανέβηκε στον πρώτο και σταμάτησε. Τις άκουσε να μπαίνουν στο σπίτι και την πόρτα να κλείνει.
Βγήκε τρέχοντας από την πολυκατοικία. Έστριψε στο στενό απ’ όπου ήρθε. Ήταν ταραγμένη. Η αδρεναλίνη την έκανε να περπατά γρήγορα. Ένα τετράγωνο πιο πέρα έκατσε σε ένα παγκάκι να σκεφτεί και να ηρεμήσει. Το κρύο έτσουζε, αλλά αισθανόταν το δέρμα της να καίει. Όταν χαλάρωσε, σηκώθηκε και τράβηξε για το σπίτι. Δεν ήξερε αν χαμογελάει, αλλά έτσι ένιωθε. Όταν κατέβηκε από το λεωφορείο, δεν ήξερε γιατί το έκανε. Όταν μπήκε στο σπίτι της, ήταν όλα ξεκάθαρα. Ήταν πιο γαλήνια τώρα. Κι όμως, ήταν δική της ευθύνη…
-Μαμά, το κουδούνι!
-Ρώτα ποιος είναι.
-Δε μιλάει κανείς.
-Μην ανοίγεις. Έρχομαι να δω.
Η μητέρα της κοίταξε από το ματάκι. Μετά από λίγο άνοιξε. Είδε ένα κουτί μπροστά στην πόρτα. Είχε περιτύλιγμα δώρου κι ένα σημείωμα στο πάνω μέρος. Το πήρε και το διάβασε. Έμεινε για λίγο παγωμένη.
-Τι είναι αυτό, μαμά;
-Διάβασε. Είναι για σένα.
«Συγγνώμη που δεν προλαβαίνω να φέρνω δώρα σε όλα τα παιδιά. Ελπίζω να σου αρέσει».




Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι,  Ένα αγόρι τα Χριστούγεννα
...Όμως εγώ είμαι μυθιστοριογράφος, και μου φαίνεται ότι μια «ιστορία» από αυτές την επινόησα μόνος μου. Αλλά γιατί γράφω «μου φαίνεται», αφού ξέρω ότι την επινόησα. Γιατί έχω την εντύπωση ότι κάπου, κάποτε, ακριβώς παραμονές Χριστουγέννων, συνέβη σε μια τεράστια πόλη και με τρομερή παγωνιά.

Έχω την εντύπωση, λοιπόν, ότι υπήρχε στο υπόγειο ένα αγόρι, όμως πολύ μικρό ακόμα, έξι χρονών ή μπορεί και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε το πρωί μέσα σε ένα υγρό, κρύο υπόγειο. Φορούσε κάτι σαν ρομπάκι και τουρτούριζε. Η ανάσα του έβγαινε από το στόμα του σαν άσπρος αχνός, κι εκείνο, καθισμένο πάνω σε ένα σεντούκι στη γωνίτσα, διασκέδαζε παρατηρώντας τη να πετάει και να χάνεται. Όμως, ήθελε τόσο πολύ να φάει κάτι. Είχε πλησιάσει κάμποσες φορές από το πρωί το σανιδένιο κρεβάτι, όπου πάνω σε ένα λεπτό σαν φύλλο στρώμα και με έναν μπόγο για μαξιλάρι κειτόταν η άρρωστη μητέρα του. Πώς βρέθηκε άραγε εδώ; Θα πρέπει να ήρθε με το αγοράκι της από κάποια άλλη πόλη και αρρώστησε ξαφνικά. Την ιδιοκτήτρια των κρεβατιών την είχαν συλλάβει δυο μέρες πριν. Οι ένοικοι σκόρπισαν στα πόστα τους, λόγω γιορτών, κι ένας ακαμάτης που έμεινε κειτόταν ήδη μεθυσμένος του θανατά ολόκληρα εικοσιτετράωρα, χωρίς να περιμένει καν τη γιορτή. Στην άλλη άκρη του δωματίου βογκούσε μια ογδοντάχρονη γριούλα, που έζησε κάποτε, κάπου, σαν γκουβερνάντα, και τώρα πέθαινε μόνη, βογκώντας, μουρμουρίζοντας και γκρινιάζοντας στο αγόρι, που άρχισε να φοβάται πια να πλησιάσει προς τη γωνιά της. Κάπου σε μια πεζούλα ανακάλυψε κάτι για να πιει, αλλά δε βρήκε ούτε μια κόρα ψωμί για να φάει, και πήγαινε τώρα για δέκατη φορά να ξυπνήσει τη μητέρα του. Τελικά, μέσα στο σκοτάδι ένιωσε να φοβάται: είχε βραδιάσει εδώ και ώρα, αλλά κανείς δεν άναψε φως. Ψηλαφώντας το πρόσωπο της μαμάς του, παραξενεύτηκε που εκείνη δεν κουνήθηκε καθόλου και ήταν τόσο παγωμένη όσο κι ο τοίχος.«Πολύ κρύο κάνει εδώ μέσα», σκέφτηκε. Στάθηκε λίγο ακόμα, ξεχνώντας ασυναίσθητα το χέρι του στον ώμο της μακαρίτισσας, μετά χουχούλιασε τα δαχτυλάκια του, για να τα ζεστάνει, και ξαφνικά, ξετρυπώνοντας από το κρεβάτι το κασκετάκι του, σιγά σιγά, ψηλαφητά, βγήκε από το υπόγειο. Θα είχε φύγει νωρίτερα, αλλά φοβόταν εκεί πάνω στη σκάλα το μεγάλο σκυλί που στεκόταν ολημερίς έξω από την πόρτα των γειτόνων. Όμως, τώρα πια το σκυλί δεν ήταν εκεί, κι αυτός βγήκε γρήγορα στο δρόμο.
Θεέ μου, τι πόλη ήταν αυτή! Ποτέ άλλοτε δεν είχε δει κάτι παρόμοιο. Εκεί απ’ όπου ερχόταν, τις νύχτες πέφτει μαύρο σκοτάδι, ένας φανοστάτης φωτίζει όλο το δρόμο. Τα ξύλινα, χαμηλούτσικα σπιτάκια κλειδαμπαρώνονται με παντζούρια. Έξω, με το που θα πάρει να σουρουπώνει, δε θα δεις κανέναν— κλείνονται όλοι στα σπίτια τους, και το μόνο που ακούς είναι το ουρλιαχτό από ολόκληρα κοπάδια σκυλιών, εκατοντάδες και χιλιάδες από αυτά αλυκτούν και γαβγίζουν όλη τη νύχτα. Ωστόσο, εκεί κάτω ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν να φάει, ενώ εδώ, ω Θεέ μου, ας έτρωγε μια στάλα! Και τι θόρυβος και φασαρία είναι αυτή, πόσο φως και πόσοι άνθρωποι, άλογα και άμαξες, και παγωνιά, παγωνιά! Παγωμένος αχνός βγαίνει από τα καταπονημένα άλογα, από τις καυτές ανάσες τους. Κάτω από το λιωμένο χιόνι βροντοκοπούν πάνω στην πέτρα τα πέταλά τους, κι όλοι σπρώχνονται τόσο και, ω Θεέ μου, πόσο θέλει να φάει, ένα κομματάκι οτιδήποτε έστω, και τα δάχτυλα άρχισαν ξαφνικά να πονάνε τόσο. Δίπλα του πέρασε το όργανο της τάξης που έστρεψε αλλού το πρόσωπό του, για να μη δει το μικρό.
Να κι άλλος δρόμος, τόσο πλατύς! Εδώ σίγουρα μπορούν να σε ποδοπατήσουν. Πώς φωνάζουν όλοι, πώς τρέχουν και τι φώτα, τι φώτα! Ω, αυτό τι είναι; Α, ένα μεγάλο τζάμι, και πίσω από το τζάμι ένα δωμάτιο, και στο δωμάτιο ένα δέντρο ίσαμε το ταβάνι. Είναι ένα έλατο, και πάνω στο έλατο τόσα φωτάκια, τόσα χρυσαφένια χαρτάκια και μήλα και κουκλάκια και μικρά αλογάκια. Πέρα δώθε στο δωμάτιο τρέχουν παιδιά, στολισμένα και καθαρά, γελούν και παίζουν και κάτι τρώνε και πίνουν. Να, το κοριτσάκι εκείνο άρχισε να χορεύει με το αγοράκι, τι όμορφη κοπελίτσα! Ορίστε κι η μουσική που ακούγεται πίσω από το τζάμι. Κοιτάζει ο μικρός και θαυμάζει, γελάει μάλιστα, τώρα του πονάνε ήδη και τα δαχτυλάκια των ποδιών, ενώ των χεριών έγιναν πια κατακόκκινα, δεν κλείνουν και πονάνε όταν τα κουνάει. Ξάφνου το αγόρι θυμήθηκε ότι του πονάνε τόσο πολύ τα δάχτυλα, έβαλε τα κλάματα και συνέχισε το δρόμο του, αλλά να που πάλι βλέπει, μέσα από ένα άλλο τζάμι, ένα άλλο δωμάτιο κι ένα δέντρο, και στα τραπέζια πάνω γλυκίσματα κάθε είδους— αμυγδαλωτά, κόκκινα, κίτρινα, και κάθονται εκεί τέσσερις πλούσιες κυρίες, που δίνουν σε όσους μπαίνουν γλυκά, κι ανοίγει για μια στιγμή η πόρτα και μπαίνουν απ’ έξω κάμποσοι κύριοι. Πλησίασε στα κλεφτά ο μικρός, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Οχ, τι φωνές ήταν αυτές και τι χειρονομίες! Μια κυρία έτρεξε γρήγορα, του έβαλε στο χέρι ένα καπίκι και του άνοιξε την πόρτα για να βγει. Πόσο φοβήθηκε ο μικρός! Το καπίκι τού έπεσε την ίδια στιγμή και κύλησε πάνω στα σκαλοπάτια, γιατί δεν μπορούσε, βλέπετε, να κλείσει τα κόκκινα δάχτυλά του και να το σφίξει. Το έβαλε στα πόδια ο μικρός κι έτρεξε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να ξέρει προς τα πού. Πάλι θέλει να κλάψει, αλλά φοβάται, και τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τα χεράκια του. Τότε τον πιάνει μια θλίψη, γιατί ξαφνικά ένιωσε τόσο μόνος και τόσο απαίσια. Όμως, ξάφνου, Θεέ και κύριε! Τι είναι αυτό πάλι; Ένα πλήθος ανθρώπων στέκεται και κάτι κοιτάζει: σε ένα παράθυρο, πίσω από το τζάμι, τρεις κούκλες, μικρές, με κόκκινα και πράσινα ρουχαλάκια, και εντελώς σαν ζωντανές! Ένα γεροντάκι κάθεται και σαν να παίζει ένα μεγάλο βιολί, δυο άλλοι στέκονται όρθιοι και παίζουν μικρότερα βιολιά, και κουνάνε τα κεφάλια τους με ρυθμό, κι έπειτα κοιτάνε ο ένας τον άλλο και τα χείλη τους κουνιούνται, μιλάνε, πραγματικά μιλάνε, μόνο που λόγω του τζαμιού δεν ακούγονται. Στην αρχή ο μικρός σκέφτηκε ότι είναι ζωντανοί, αλλά, μόλις κατάλαβε ότι είναι κούκλες, έβαλε τα γέλια. Δεν είχε δει ποτέ τέτοιες κούκλες και δεν ήξερε καν ότι υπάρχουν τέτοιες! Του έρχεται να κλάψει, αλλά είναι τόσο αστείες αυτές οι κούκλες. Ξάφνου του φάνηκε ότι κάποιος πίσω του τον άρπαξε από το ρομπάκι του: ένα ψηλό κακιωμένο αγόρι στάθηκε δίπλα του, του έδωσε μια καρπαζιά, του πέταξε το κασκέτο και του έχωσε μια κλοτσιά. Κυλίστηκε ο μικρός στο έδαφος, κάποιοι έβαλαν τις φωνές, τα έχασε τότε, πετάχτηκε πάνω και όπου φύγει φύγει, μέχρι που έφτασε κάπου, άγνωστο πού, σε μια αυλή, μια άγνωστη αυλή. Στάθηκε να πάρει ανάσα πίσω από ένα σωρό ξύλων.«Εδώ δε θα με βρουν, είναι κατασκότεινα».
Κάθισε μαζεμένος, χωρίς να μπορεί να συνέλθει από το φόβο, και τότε απρόσμενα, εντελώς απρόσμενα, ένιωσε τόσο ευχάριστα: τα χεράκια και τα ποδαράκια του σταμάτησαν να πονάνε κι αισθάνθηκε μια τέτοια ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σαν να βρισκόταν δίπλα στη σόμπα. Νάτος, τρεμουλιάζει ολόκληρος! Αχ, μα ναι, μοιάζει να αποκοιμιέται! Τι ωραία να κοιμόταν εδώ. Θα κάτσω λίγο και θα πάω να δω πάλι τις κούκλες», σκέφτηκε ο μικρός και χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στο μυαλό του, εντελώς σαν αληθινές!… Αλλά τότε άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδάει ένα νανούρισμα.«Μαμάκα, κοιμάμαι, αχ, τι ωραία κοιμάμαι εδώ πέρα!»
«Πάμε σπίτι μου, στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, αγοράκι», ψιθύρισε από πάνω του μια σιγανή φωνή.
Σκέφτηκε ότι θα ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν. Ποιος είναι αυτός που τον καλεί, δεν τον βλέπει, όμως ναι, κάποιος έσκυψε πάνω του και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι, και ο μικρός του έτεινε το χέρι και… και τότε, ω, τι φως! Ω, τι έλατο είναι αυτό! Μα δεν είναι καν έλατο, τέτοια δέντρα δεν είχε ξαναδεί ποτέ! Πού βρίσκεται τώρα; Όλα λάμπουν, όλα ακτινοβολούν και γύρω τόσες κούκλες, αγοράκια και κοριτσάκια, τόσο λαμπερά, όλο στριφογυρνάνε γύρω του, πετάνε, τον φιλάνε, τον πιάνουν από το χέρι, τον παίρνουν μαζί τους, ναι, τώρα πετάει κι ο ίδιος, και βλέπει τη μητέρα του να τον κοιτάζει και να του χαμογελάει τόσο χαρούμενη.
«Μαμά! Μαμά! Αχ, τι ωραία που είναι εδώ, μαμά!» της φωνάζει ο μικρός και ξαναφιλιέται με τα παιδάκια και θέλει να τους μιλήσει αμέσως για τις κούκλες εκείνες πίσω από το τζάμι.«Ποια είστε εσείς, αγοράκια; Ποιες είστε εσείς, κοριτσάκια;» ρωτάει γελώντας και αγκαλιάζοντάς τα.
«Αυτό είναι το Δέντρο του Χριστού», του απαντάνε. «Στο σπίτι του Χριστού πάντα τη μέρα αυτή υπάρχει ένα δέντρο για τα μικρά παιδάκια που δεν έχουν δικά τους δέντρα…»
Έμαθε τότε ότι τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδάκια σαν κι αυτόν, που κάποια ξεπάγιασαν μέσα στα καλαθάκια τους, όταν τα εγκατέλειψαν στα σκαλιά των σπιτιών των αξιωματούχων της Πετρούπολης, άλλα πέθαναν στο βρεφοκομείο, κάποια τρίτα ξεψύχισαν πάνω στο στεγνό στήθος της μητέρας τους (την εποχή του λοιμού της Σαμάρας), και κάποια άλλα έσκασαν στα βαγόνια της τρίτης θέσης από τις αναθυμιάσεις, κι όλα είναι τώρα εδώ, όλα είναι τώρα άγγελοι, κοντά στον Χριστό, κι Εκείνος, ανάμεσά τους, τους απλώνει το χέρι και τα ευλογεί, όπως και τις αμαρτωλές μητέρες τους… Ναι, οι μητέρες των παιδιών στέκονται εδώ δίπλα στην ακρούλα και κλαίνε. Όλες αναγνωρίζουν το αγοράκι τους ή το κοριτσάκι τους, το πλησιάζουν και το φιλάνε, του σκουπίζουν τα δάκρυα με τα χέρια τους και του ζητάνε να μην κλαίει, γιατί εδώ είναι καλά τώρα…
Κάτω, το πρωί, οι οδοκαθαριστές βρήκαν το μικρό πτωματάκι του ξεπαγιασμένου αγοριού πίσω από τα ξύλα. Αναζήτησαν και τη μητέρα του… Εκείνη είχε πεθάνει νωρίτερα. Συναντήθηκαν κοντά στον Κύριο και Θεό, στους ουρανούς.
Γιατί έγραψα μια τέτοια ιστορία, που δεν ταιριάζει καθόλου σε ένα συνηθισμένο ημερολόγιο, και μάλιστα ημερολόγιο συγγραφέα; Είχα υποσχεθεί στους εκδότες μερικά διηγήματα, για αληθινά γεγονότα κατά προτίμηση! Όμως, ακριβώς αυτό είναι το ζήτημα: μου φαίνεται πως όλα αυτά θα μπορούσαν να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια— δηλαδή αυτό που έγινε στο υπόγειο και πίσω από τα ξύλα και εκεί, δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δεν ξέρω πια πώς να το πω, μπορεί να έχουν συμβεί μπορεί και όχι… Αλλά γι’ αυτό είμαι μυθιστοριογράφος: για να επινοώ πράγματα…

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

The Berlin Wall (1961-1989)

Βαλκανικοί πόλεμοι: παρουσίαση με ψηφιακή αφήγηση

Η πτώση του Τείχους: Η βραδιά που άλλαξε τη Γερμανία

European conquest of the Americas - summary since mid-15th century

The Cold War - summary of main stages of conflict

World War II - summary of the deadliest conflict in history

World War I - summary of the "Great War"

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Από τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα στο... Ρομαίος και Τζουβλιέττα











ROMEO AND JULIET



ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ


 
 Η πρώτη σελίδα από το δεύτερο Quarto του έργου Romeo and Juliet (1599)


Το έργο Ρωμαίος και Ιουλιέτα (Romeo and Juliet) είναι τραγωδία που έγραψε ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ στην αρχή της σταδιοδρομίας του, το 1595, για δύο νεαρούς κατατρεγμένους εραστές, που ο θάνατός τους τελικά συμβιβάζει τις διενέξεις μεταξύ των φεουδαρχικών οικογενειών τους. Ήταν μεταξύ των πιο δημοφιλών έργων του Σαίξπηρ στη διάρκεια της ζωής του και, μαζί με τον Άμλετ, είναι ένα από τα συχνότερα εκτελούμενα έργα του. Σήμερα, οι χαρακτήρες του τίτλου θεωρούνται ως αρχέτυπο των νέων εραστών.


Το έργο ξεκινά στον δρόμο με έναν καυγά μεταξύ υποστηρικτών δύο οικογενειών με ορκισμένη έχθρα μεταξύ τους, των Καπουλέτων και Μοντέγων. Ο Εσκάλους, Πρίγκιπας της Βερόνας, αναγγέλλει τιμωρία με θάνατο αν συνεχιστεί αυτή η πολύχρονη βεντέτα. Αργότερα, ο Κόμης Πάρης ζητά το χέρι της κόρης του Καπουλέτου, της Ιουλιέτας, όμως ο Καπουλέτος του ζητά να περιμένει δύο χρόνια.

Ο Ρωμαίος είναι ερωτευμένος με ανεκπλήρωτο έρωτα με τη Ροζαλίνα, ανιψιά του Καπουλέτου. Εντωμεταξύ ο Καπουλέτος ενθουσιάζεται με την ιδέα να παντρέψει την Ιουλιέτα με τον Κόμη Πάρη και τον καλεί στην προγραμματισμένη εορταστική συνάθροιση των Καπουλέτων. Ο Ρωμαίος μαζί με τους φίλους του, Μπενβόλιο και Μερκούτιο, πηγαίνουν, λόγω του έρωτα του Ρωμαίου, απρόσκλητοι στη γιορτή προσδοκώντας να δουν τη Ροζαλίνα. Κατά τη διάρκεια της γιορτής ο Ρωμαίος ερωτεύεται κεραυνοβόλα την Ιουλιέτα. Χορεύοντας μαζί μαθαίνουν ότι οι οικογένειες τους είναι αντίπαλες και πως κυριαρχεί μια αδυσώπητη έχθρα ανάμεσά τους.

Αψηφώντας τον κίνδυνο, ο Ρωμαίος ψάχνει να βρει την Ιουλιέτα, την οποία δεν μπορεί να ξεχάσει. Γλιστρά στα κρυφά στον κήπο των Καπουλέτων και ακούει κάτω από το μπαλκόνι της την Ιουλιέτα να εξομολογείται πως τον αγαπά παρόλο το μίσος των οικογενειών τους.

Τότε της φανερώνεται και αποφασίζουν να παντρευτούν. Την επομένη κιόλας μέρα ο Ρωμαίος συναντά τον φίλο του, ιερέα Λαυρέντιο, ο οποίος συμφωνεί να τους παντρέψει, καθώς πιστεύει ότι αυτός ο γάμος θα έφερνε ένα τέλος στην έχθρα ανάμεσα στις δύο οικογένειες, και τους παντρεύει κρυφά.

Ο Τυβάλτος, ξάδερφος της Ιουλιέτας, ζητά σε μονομαχία τον Ρωμαίο επειδή εμφανίστηκε ακάλεστος στη γιορτή, μα εκείνος την απορρίπτει καθώς τον θεωρεί πλέον συγγενή του. Όμως ο Μερκούτιος, φίλος του Ρωμαίου, αποδέχεται την πρόκληση και σκοτώνεται από τον Τυβάλτο την ώρα που ο Ρωμαίος προσπαθεί να τους χωρίσει. Ο Ρωμαίος στη συνέχεια σκοτώνει τον Τυβάλτο. Ο Εσκάλους μαθαίνοντας το συμβάν εξορίζει τον Ρωμαίο.

Ο Καπουλέτος, χωρίς να γνωρίζει για τον κρυφό γάμο τον δύο νέων, αποφασίζει να παντρέψει την Ιουλιέτα με τον Πάρη. Η Ιουλιέτα αρνείται και ο Καπουλέτος απειλεί να την αποκηρύξει. Η Ιουλιέτα παρακαλεί την μητέρα της να καθυστερήσει τον γάμο, όμως εκείνη την απορρίπτει. Έτσι επισκέπτεται τον ιερέα Λαυρέντιο για βοήθεια κι εκείνος καταστρώνει ένα σχέδιο σύμφωνα με το οποίο συμβουλεύει την Ιουλιέτα να πάρει ένα δηλητήριο που θα την κάνει να φαίνεται νεκρή για 42 ώρες, ενώ ταυτόχρονα θα στείλει ένα γράμμα στον Ρωμαίο να του εξηγεί το σχέδιο ώστε να έρθει να την πάρει όταν αυτή ξυπνήσει και ενώ όλοι θα τη νομίζουν νεκρή. Η Ιουλιέτα παίρνει το δηλητήριο τη νύχτα πριν τον γάμο με τον Πάρη. Νομίζοντάς την νεκρή, οι Καπουλέτοι την μεταφέρουν να κείται στην οικογενειακή κρύπτη.

Ο αγγελιοφόρος δεν φτάνει ποτέ όμως στον Ρωμαίο και ο Ρωμαίος μαθαίνει πως η Ιουλιέτα πέθανε από τον υπηρέτη του, τον Βαλταζάρ. Συντετριμμένος, ο Ρωμαίος αγοράζει δηλητήριο από ένα φαρμακείο και πηγαίνει στην κρύπτη των Καπουλέτων, όπου και συναντά τον Πάρη που έχει πάει να θρηνήσει την Ιουλιέτα κατ' ιδίαν. Ο Πάρης πιστεύει πως ο Ρωμαίος πήγε εκεί για να βανδαλίσει και του επιτίθεται· στη μάχη όμως σκοτώνεται από τον Ρωμαίο. Ο Ρωμαίος στη συνέχεια πίνει το δηλητήριο, νομίζοντας την Ιουλιέτα νεκρή. Έπειτα η Ιουλιέτα ξυπνά και, βρίσκοντας τον Ρωμαίο νεκρό, αυτοκτονεί με το μαχαίρι του.

Οι αντιμαχόμενες οικογένειες και ο πρίγκιπας φτάνουν στην κρύπτη και βρίσκουν και τους τρεις νεκρούς. Ο ιερέας Λαυρέντιος αφηγείται την ιστορία των δύο ερωτευμένων. Οι οικογένειες συμφιλιώνονται κάτω από τον θάνατο των παιδιών τους και συμφωνούν να δώσουν τέλος στη βίαιη διαμάχη τους. Το έργο τελειώνει με την ελεγεία του πρίγκιπα για τους ερωτευμένους: «Γιατί δεν υπήρξε ποτέ ιστορία πιο θλιβερή από αυτήν της Ιουλιέτας και του Ρωμαίου της».





ΡΩΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
(μτφρ. Ε. Μπελιές)
Δεύτερη Πράξη – Σκηνή 2

(Ο κήπος των Καπουλέτων)
(Εμφανίζεται ο Ρωμαίος)



ΡΩΜΑΙΟΣ
Όποιος ποτέ του δεν λαβώθηκε γελάει με τις ουλές των άλλων!
(Εμφανίζεται η Ιουλιέτα στο μπαλκόνι)
Σιγά! Ποιο φως χαράζει σ’ εκείνο το παράθυρο;
Είναι η ανατολή, ο ήλιος μου, η Ιουλιέτα!
Πρόβαλε, ωραίε ήλιε, και σκότωσε τη φθονερή σελήνη,
που ήδη αρρώστησε και χλόμιασε απ’ το κακό της,
γιατί εσύ, η ακόλουθός της, είσαι ομορφότερη!
Πάψε να την υπηρετείς, αφού τόσο ζηλεύει: το φόρεμα
που βάζουν οι παρθένες της είναι πρασινισμένο,
αρρωστημένο – ένδυμα γελωτοποιού ανόητου!
Πέταξ’ το από πάνω σου! Ω, ναι, η δέσποινά μου είναι,
η αγάπη μου! Αχ, και να το ‘ξερε πως είναι!
Μιλάει, κι όμως λέξη δεν βγάζει από το στόμα της!
Και τι μ’ αυτό – τα μάτια της μιλάνε: θ’ απαντήσω!
Μα τι θράσος έχω! Δεν μιλάει σ’ εμένα:
τα δύο ομορφότερα αστέρια τ’ ουρανού πρέπει
να λείψουν λίγο και παρακαλούν τα μάτια της
να λάμψουνε στις σφαίρες τους ωσότου να γυρίσουν!
Τι θα γινόταν εάν τα μάτια της βρισκόντουσαν εκεί ψηλά
κι ερχόντουσαν στο πρόσωπό της τ’ άστρα;
Τα λαμπερά της μάγουλα θα έκαναν τ’ αστέρια να ντρέπονται,
όπως το λυχναράκι ντρέπεται τη μέρα. Τα μάτια της,
εκεί ψηλά, ωσάν αιθέριο ποτάμι θ’ ακτινοβολούσαν,
και τα πουλιά θα νόμιζαν πως είναι μέρα και θα κελαηδούσαν.
Κοίτα πώς ακουμπάει το πρόσωπο στο χέρι:
ω, γάντι της να ήμουνα, εγώ να γίνω ταίρι
στο μάγουλό της και να την αγγίξω!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αχ, Θεέ μου!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Μιλάει! Μίλησε πάλι, άγγελε λαμπρέ,
δόξα εσύ της νύχτας πάνω απ’ το κεφάλι μου:
μοιάζεις με φτερωτό απεσταλμένο τ’ ουρανού
που οι κατάπληκτοι θνητοί κοιτάζουνε με θαυμασμό
να ιππεύει νέφη αργοβάδιστα και να διαπλέει
τους κόλπους των αιθέρων.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αχ, Ρωμαίο, Ρωμαίο, γιατί να είσαι ο Ρωμαίος;
Αρνήσου τον πατέρα σου, απαρνήσου τ’ όνομά σου,
ή, αν δεν θέλεις, ορκίσου μου πως μ’ αγαπάς
και παύω  εγώ αμέσως να ‘μαι κόρη Καπουλέτου!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Ν’ ακούσω κι άλλο, ή να μιλήσω τώρα;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Μονάχα τ’ όνομά σου είν’ εχθρός μου:
εσύ ο ίδιος θα ’σουνα κι αν δεν σε λέγανε Μοντέγο.
Τι πάει να πει Μοντέγος; Μοντέγος! Δεν είναι ούτε χέρι ούτε πόδι
ούτε μπράτσο ούτε πρόσωπο ούτε κανένα άλλο σάρκινο
μέρος του ανθρώπου. Αχ, γίνε κάποιο άλλο όνομα!
Τι είναι τ’ όνομα;  Αυτό που λέμε τριαντάφυλλο,
κι αλλιώς να ονομαζότανε, το ίδιο δεν θα μύριζε γλυκά;
Έτσι και ο Ρωμαίος: αν δεν λεγότανε Ρωμαίος,
πάλι θα είχε τις ίδιες, τέλειες χάρες του.
Ρωμαίο, παράτα τ’ όνομά σου  - δεν είναι μέρος
του εαυτού σου – και θα κερδίσεις ολόκληρην εμένα! 

ΡΩΜΑΙΟΣ
Κρατάω  σαν υπόσχεση τα λόγια που είπες.
Ονόμασέ με αγάπη σου, και με ξαναβαφτίζεις:
Ρωμαίος δεν θα είμαι πια ποτέ!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ποιος είσαι συ, που έρχεσαι κρυμμένος στα σκοτάδια
και μπαίνεις μέσα στις μυστικές μου σκέψεις;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Τ’ όνομά μου δεν ξέρω πώς μπορώ να σου το πω.
Τ’ όνομά του, λατρευτή αγία, μου είναι μισητό, αφού εσύ
το έχεις για εχθρό. Αν το ’γραφα, θα έσκιζα το χαρτί.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τ’ αυτιά μου δεν έχουν ακόμα πιει εκατό λέξεις
από το στόμα σου, κι όμως αναγνωρίζω τη φωνή σου.
Δεν είσαι ο Ρωμαίος, ο γιος του Μοντέγου;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Κανένας απ’ τους δύο, πανέμορφη, αν τον αντιπαθείς.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Πώς έφτασες εδώ και ποιος ο λόγος – πες μου.
Οι τοίχοι του περιβολιού είναι ψηλοί και δύσκολα
τους ανεβαίνεις. Κι άμα καλοσκεφτείς ποιος είσαι,
αυτό το μέρος είναι βέβαιος θάνατος για σένα,
εάν κάποιος συγγενής μου σε βρει εδώ.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Με τα πανάλαφρα φτερά του έρωτα πέρασα τον τοίχο.
Τα πέτρινα εμπόδια δεν τα λογαριάζει ο έρωτας,
που, ό,τι μπορεί να κάνει, το τολμάει κιόλας.
Ήταν αδύνατο, λοιπόν, οι συγγενείς σου να με σταματήσουν.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Όμως, άμα σε δουν, θα σε σκοτώσουν.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Αχ, πιο πολύ κινδυνεύω απ’ τα δικά σου μάτια
παρά από είκοσι σπαθιά τους. Κοίτα με συ γλυκά
και η δικιά τους έχθρα δεν θα με πιάνει.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Για τίποτα στον κόσμο δεν θέλω να σε βρουν εδώ.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Της νύχτας ο μανδύας με κρύβει από τα μάτια τους.
Όμως, αν δεν με αγαπάς, τότε ας με βρουν.
Καλύτερα να χάσω τη ζωή μου από το μίσος τους,
παρά ν’ αργοπεθαίνω χωρίς τη δικιά σου αγάπη.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Και ποιος σου έδειξε τον δρόμο ως εδώ;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Ο έρωτας, που πρώτος με παρακίνησε να ψάξω.
Αυτός έβαλε το μυαλό κι εγώ έβαλα τα μάτια.
Ναυτικός δεν είμαι, αλλά ακόμα κι αν βρισκόμουνα
στην πιο απόμακρη ακρογιαλιά που βρέχει το έσχατο κύμα
του μεγάλου πόντου, για τέτοιο θησαυρό
θα διακινδύνευα την ίδια τη ζωή μου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ξέρεις πως η μάσκα της νύχτας κρύβει το πρόσωπό μου,
αλλιώς  τα μάγουλά μου θα κοκκίνιζαν από παρθενική ντροπή
γι’ αυτά που μ’ άκουσες να λέω εδώ απόψε.
Μακάρι να μπορούσα να κρατήσω τους καλούς μου τρόπους·
μακάρι, μακάρι ν΄ αρνιόμουν όσα είπα. Όμως,
αντίο τυπικότητα. Μ’ αγαπάς; Το ξέρω, «Ναι» θα πεις,
κι εγώ θα σε πιστέψω. Και, φυσικά, αν πάρεις όρκο,
μπορείς να τον πατήσεις. Λένε πως ο Δίας ξεκαρδίζεται
όταν οι ερωτευμένοι δεν κρατάν τους όρκους τους.
Αν μ’ αγαπάς, Ρωμαίο μου, πες μου το ειλικρινά.
Και αν νομίζεις πως σε άφησα εύκολα να με κερδίσεις,
θα κατσουφιάσω, θα κακιώσω, θα σου λέω συνέχεια όχι,
για να τρέχεις πίσω μου ζητώντας να με κερδίσεις.
Η αλήθεια είναι, ωραίε Μοντέγο, πως είμαι πολύ εκδηλωτική,
και ίσως πάρεις τη συμπεριφορά μου γι’ άσεμνη.
Όμως, καλέ μου, πίστεψέ με και θα δεις πως είμαι
πιο αληθινή απ’ όσες ξέρουνε να φαίνονται απρόσιτες.
Ομολογώ πως έπρεπε να δείξω πιο επιφυλακτική,
Αλλά, προτού το καταλάβω, είχες κρυφακούσει το πάθος
του έρωτά μου: γι αυτό, συγχώρεσέ με και μη νομίσεις
επιπόλαιη την ομολογία μου, που σου αποκάλυψε
η σκοτεινιά της νύχτας.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Κυρία, σου ορκίζομαι στην ιερή σελήνη που ασημώνει
Από κει ψηλά τις κορυφές αυτών εδώ των δέντρων –

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ω, μην ορκίζεσαι στη σελήνη, στην άστατη σελήνη
που κάθε μέρα αλλάζει σχήμα στην κυκλική της τροχιά:
εκτός και αν ο έρωτάς σου αποδειχτεί το ίδιο αλλοπρόσαλλος!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Σε τι να σου ορκιστώ;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Καθόλου να μην ορκιστείς. Ή, αν επιμένεις, ορκίσου
στον χαρισματικό εαυτό σου κι εγώ θα σε πιστέψω
γιατί εσύ είσαι ο μόνος μου θεός και το είδωλό μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Αν της καρδιάς μου η λατρεία –

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ασ’ το, μην ορκίζεσαι! Παρ’ όλη τη χαρά μου που σε βλέπω,
χαρά δεν νιώθω για όσα συμφωνήσαμε απόψε: όλα γίναν
πολύ απότομα, παράτολμα και ξαφνικά, γίνανε
σαν την αστραπή που χάνεται προτού προλάβεις να πεις
«Αστράφτει!» Καληνύχτα, αγαπημένε. Μπορεί ο έρωτάς μας
που τώρα  μπουμπουκιάζει να μεστώσει με την αύρα
του καλοκαιριού και όμορφο λουλούδι να έχει γίνει
όταν ξανασυναντηθούμε. Καληνύχτα, καληνύχτα.
Γλυκά κοιμήσου απόψε: να έχεις στην καρδιά
όση γαλήνη μου εχάρισε κι εμένα η βραδιά.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Αχ, πώς μ’ αφήνεις τόσο απαρηγόρητο;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Και ποια παρηγοριά θα ήθελες γι’ απόψε;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Τον ίδιο όρκο πιστής αγάπης που σου  ‘δωσα κι εγώ.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αυτόν τον είχες πριν καν τον ζητήσεις: μακάρι
πίσω  να τον έπαιρνα για να σ’ τον ξαναδώσω.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Θες να τον πάρεις πίσω; Γιατί, αγάπη μου;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Για να φανώ γενναιόδωρη και να σου τον ξαναχαρίσω.
Κοίταξε, κάνω ευχές για πράγματα που έχω!
Όλα σού τα προσφέρω, πέλαγος γίνομαι ανοιχτό,
Μ’ έρωτα απύθμενο για σένα: όσο σου δίνω έρωτα,
τόσο έχω περισσότερον, αφού είναι ατελείωτοι κι οι δύο.
Κάποιον ακούω μέσα. Γεια σου, αγάπη μου!
(Η Παραμάνα φωνάζει από μέσα)
Έρχομαι, παραμάνα μου. Μοντέγο, να ’σαι πιστός!
Περίμενε λιγάκι, θα ξανάρθω.

                  (Βγαίνει η Ιουλιέτα)
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ω ευλογημένη, ευλογημένη νύχτα! Πόσο φοβάμαι μήπως,
επειδή  νύχτα είναι, τα βλέπω όλα σ’ όνειρο τόσο γλυκό
για να ’ναι αληθινό!

                  (Η Ιουλιέτα ξαναβγαίνει στο μπαλκόνι)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Δυο λόγια μόνο, Ρωμαίο μου, και μετά καληνύχτα οριστικά.
Εάν είναι στ’ αλήθεια τίμια η αγάπη που ομολόγησες
κι έχεις σκοπό τον γάμο, ειδοποίησέ με αύριο το πρωί
με κάποιον που θα έρθει να σε βρει εκ μέρους μου,
πού και πότε θέλεις να γίνει η τελετή, κι εγώ
αμέσως θ’ αποθέσω την τύχη μου στα πόδια σου
για να σ’ ακολουθήσω, κύριέ μου, ως τα πέρατα του κόσμου.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
(Από μέσα) Κυρία!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τώρα – έρχομαι! Αλλ’ αν δεν έχεις καλό σκοπό, σε ικετεύω …

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Κυρία!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Έρχομαι, έρχομαι, είπα!... Σταμάτα να με γυροφέρνεις
και άσε με στον πόνο μου. Αύριο το πρωί σου στέλνω
τον άνθρωπό μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Μα ψυχή μου, σου λέω –

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Χίλιες φορές  καλή σου νύχτα! Γεια σου!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Χίλιες φορές κατάμαυρη χωρίς τη φωτεινότητά σου.
Ο έρωτας τρέχει με λαχτάρα όταν έρωτα συναντάει
σαν το παιδί που από το μάθημα σχολάει·
αλλά ο έρωτας από τον έρωτα φεύγει μακριά
σαν το παιδί που πάει στο μάθημά του με βαριά καρδιά.

(Η Ιουλιέτα ξαναβγαίνει στο μπαλκόνι)

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ψψψψτ! Ρωμαίο, ψψψτ! Έι! Ω, να ’χα κυνηγού φωνή
για να φωνάξω πίσω το βασιλικό γεράκι μου!
Μα η σκλαβιά μιλάει σιγανά – δεν γίνεται φωνή να υψώσει!
Αλλιώς, θα γκρέμιζα το σπήλαιο της Ηχώς
και την αέρινη φωνή της θα έκανα βραχνότερη απ’ τη δικιά μου
βάζοντάς τη ν’ αντιλαλεί τ’ όνομα του Ρωμαίου μου.

 «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», του Frank Bernard Dicksee

ΡΩΜΑΙΟΣ
Είν’ η ψυχή μου – και φωνάζει τ’ όνομά μου!
Ω, πόσο γλυκά αντηχεί η ασημένια γλώσσα των ερωτευμένων
μέσα στη νύχτα: σαν μουσική μαγευτική σ’ αυτί
που μόνο του σκοπό έχει ν’ ακούσει.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ρωμαίο!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Λατρεία μου!

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Τι ώρα αύριο το πρωί να έρθει ο άνθρωπός μου;

ΡΩΜΑΙΟΣ
Στις εννέα.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Θα είν’ εκεί! Εννέα ακριβώς. Αλλά ως τότε θα είναι
σαν να πέρασαν είκοσι χρόνια! Ξέχασα γιατί σε φώναξα.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Άσε – θα μείνω εδώ μέχρι να θυμηθείς.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Κι εγώ θα ξεχνάω, για να μένεις εσύ εδώ και να θυμάμαι
μόνο πόσο θέλω να σ’ έχω κοντά μου.

ΡΩΜΑΙΟΣ
Κι εγώ θα μένω για να ξεχνάς συνέχεια εσύ
και πια να μην θυμάμαι πως έχω άλλο σπίτι.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ξημερώνει, έπρεπε να  ‘χες φύγει. Αλλά δεν θα ‘θελα να πας
μακρύτερα απ’ όσο κατοικίδιο πουλάκι, που πεταρίζει
λίγο πιο πέρα από το χέρι του αφέντη του, δέσμιο
το καημένο της μεταξένιας του κλωστής: γιατί η αγάπη
του αφεντικού του ζηλεύει και την παραμικρή ελευθερία!

ΡΩΜΑΙΟΣ
Μακάρι να ήσουνα εσύ αφεντικό κι εγώ πουλάκι.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Γλυκούλη μου, αυτό θα το ‘θελα κι εγώ · μα, σίγουρα,
θα σ’ έπνιγαν τα στοργικά μου χάδια. Καληνύχτα,
καληνύχτα. Ο χωρισμός  είναι πόνος τόσο γλυκός,
που θα σε καληνύχτιζα ωσότου ξημερώσει φως.

(Βγαίνει η Ιουλιέτα)

ΡΩΜΑΙΟΣ
Ύπνος γλυκός στα μάτια σου και στην ψυχή γαλήνη.
Να ήμουνα γαλήνη κι ύπνος για να ξεκουράσω εκείνη!
Τρέχω στο κελί του ιερέα – πνευματικού μου: θα του μιλήσω
για τη μεγάλη ευτυχία μου και τη βοήθειά του θα ζητήσω

                  (Βγαίνει)


Ας δούμε τώρα και ας συγκρίνουμε (και κυρίως ας απολαύσουμε):
 


(προηγουμένως η πρώτη γνωριμία:



 Και αν στη θέση των Μοντέγων και των Καπουλέτων είχαμε δυο αντίπαλες νεανικές συμμορίες της Νεάς Υόρκης του 1960; 
τότε βέβαια, θα έχουμε το  μιούζικαλ  West Side Story (1961)


  ή αν η υπόθεση μεταφερόταν στο Λος Άντζελες της δεκαετίας του '90 και σε ανταγωνιστικές οικογένειες μαφιόζων;
Romeo+ Juliet,  σε σκηνοθεσία Baz Luhrmann.



 Και, κάτι ...λίγο απροσδόκητο. Τι θα λέγατε, με την ευκαιρία, να ακούσουμε την ιστορία του Ρομαίο και της Τζουβλιέττας;
Παραθέτω από τo freeminds.gr  και το άρθρο της Γεωργίας Καλπουζίδου


Ρομαίος και Τζουβλιέτα

Αν νομίζεις πως έχω γράψει λάθος τον τίτλο από το γνωστό θεατρικό έργο του Σαίξπηρ, τότε κάνεις λάθος! Ο τίτλος αυτός σαφώς και παραπέμπει στον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, όμως είναι ο τίτλος- λογοπαίγνιο ενός μικρού θεατρικού έργου που θέλει να δηλώσει την καταγωγή των δύο πρωταγωνιστών του, ένα αγόρι τσιγγάνικης καταγωγής, εξ ου και Ρομ-αίος, και ένα κορίτσι μη τσιγγάνικης καταγωγής, δηλαδή μία «μπαλαμή» ή αλλιώς «τζουβλί» όπως λέγεται στην τσιγγάνικη γλώσσα η μη τσιγγάνα, γι’ αυτό και Τζουβλιέττα!

Το θεατρικό αυτό γράφτηκε στα πλαίσια μιας διαπολιτισμικής παρέμβασης στο 3ο Γυμνάσιο Δενδροποτάμου Θεσσαλονίκης, όπου οι η πλειονότητα των μαθητών είναι Ρομά, και παρουσιάστηκε πέρσι από ομάδα μαθητών σε σχολική γιορτή αφιερωμένη στην παγκόσμια ημέρα των Ρομά, στις 8 Απριλίου, αλλά και στην ετήσια Γιορτή Πολυγλωσσίας του δήμου Θεσσαλονίκης. Ο σκοπός της παρέμβασης ήταν διττός καθώς στόχευε αφενός στο να γνωρίσουν τα παιδιά λίγα πράγματα για τον Σαίξπηρ, κατόπιν δικής τους επιθυμίας, και αφετέρου να προβληματιστούν γύρω από την έννοια του στερεοτύπου, αφού η ιστορία αφορά τον έρωτα των δύο νέων παιδιών, ο οποίος πέφτει θύμα προκαταλήψεων και ρατσισμού.
Ωστόσο, η ιστορία μας, εν αντιθέσει με το σαιξπηρικό έργο, έχει αίσιο τέλος. ......
Διαβάστε περισσότερα εδώ